Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών – Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Aπολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας … 

Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά  και σας ταξιδεύει  σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ανθρωποθεός


ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η Τέταρτη Μέρα της Συνέντευξης

 

1. Αναζητώντας την έμπνευση

 

Μετά τον πόλεμο, ο Πεντρένσκι άρχισε ξανά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πήγαινε σε μια ντάτσα έξω από τη Μόσχα. Το 1955, επέστρεψε στο παλιό του δωμάτιο στο ξενοδοχείο της Κριμαίας.  Κάθε Ιούνιο έπαιρνε τηλέφωνο τους διευθυντές των εφημερίδων. Ήταν κομματικά ανώτερός τους. «Θα στείλω ξανά άρθρα τον Σεπτέμβριο», τους έλεγε. «Ήρθε το καλοκαίρι. Θα αναζητήσω την έμπνευση».

Η έμπνευση όμως δεν ερχόταν. Ένας νεαρός συγγραφέας του έδωσε μια εξήγηση: Μόνο ο πόνος θα την έφερνε. Ο Πεντρένσκι είχε αντίλογο: «Ήταν πολλοί αυτοί που την είχαν χωρίς πόνο: Ο Νταφόε, ο Κούπερ, ο Ντίκενς, ο Ουγκώ, ο Βερν και ο Δουμά. Έβγαλαν όλοι τους ένα σωρό λεφτά».

«Είχαν δυστυχήσει», επέμεινε ο συγγραφέας. «Διάβασε προσεκτικά τις βιογραφίες τους. Ειδικά του Δουμά». Ο Πεντρένσκι ακολούθησε την οδηγία του. Ο μεγάλος γάλλος έσερνε την πιο βαριά κατάρα. Είχαν λοιπόν όλα τελειώσει; Ήταν ήδη εβδομήντα. Κοίταξε το κιβώτιο του Πέτρου. Ναι, είχαν όλα τελειώσει.

Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. Έπαψε να «αναζητεί την έμπνευση». Τα καλοκαίρια παρέρχονταν στείρα. Τον υπόλοιπο χρόνο γέμιζε τις κομματικές εφημερίδες. Η παραγωγικότητα και η ορθοδοξία του ήταν απαράμιλλες. Οι πάντες εξέφραζαν το θαυμασμό τους.

 

                                                             2.     1953, ο θάνατος του Στάλιν

 

Δεκέμβριος του 1953, Μόσχα, ο Πεντρένσκι στους δρόμους. Περπατούσε αργά, σταματούσε, κοιτούσε γύρω του. Ένα παγοδρόμιο, οι νέοι έκαναν φιγούρες. Χριστούγεννα! Η Σοβιετική Ένωση τα είχε καταργήσει. Όπως και ο Κρόμβελ, εκείνος ο μακρινός συγγενής των μπολσεβίκων.

Η αναίτια χαρά κήρυττε ένα Θεό χωρίς νόμους, ένα κόσμο που χαρά ήταν η  ζωή. Οι απλοί άνθρωποι ζητούσαν απλά πράγματα γεμάτα Θεό. Ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να τους δώσουν ούτε οι πρεσβύτεροι, ούτε οι ινστρούχτορες. Αυτοί υπόσχονταν σωτηρία, ευτυχία, πνευματικό πλούτο, υλικό πλούτο, δύναμη. Στο τέλος όμως, ο Κρόμβελ και οι Μπολσεβίκοι συμβιβάστηκαν. Τα Χριστούγεννα επέστρεψαν.

Οι σοβιετικοί φρόντισαν να μη φανεί η ήττα τους. Αντικατέστησαν τον Άγιο Βασίλη με τον μπάρμπα Παγωνιά. Έμοιαζαν καταπληκτικά. Οι σοβιετικοί αντάλλασαν δώρα. Τα κουτιά τους είχαν κόκκινα περιτυλίγματα. Το κόκκινο του κομμουνισμού ήταν ίδιο με εκείνο των αμερικάνικων Χριστουγέννων. 

Τα Χριστούγεννα του 1953, η Ρωσία ήταν λυπημένη. Ο Στάλιν είχε πεθέναι πριν εννέα μήνες, τον Μάρτιο του 1953. Ίσως πάλι να πέθανε τον Ιανουάριο και να έκρυψαν για λίγο το θάνατό του. Ο Πατερούλης παρείχε στη νομενκλατούρα μεγάλους μισθούς χωρίς εργασία, διακοπές, ντάτσες, πακέτα με τρόφιμα από τις κολεκτίβες. Η Ρωσία και τα φιλικά της καθεστώτα πένθισαν. Απαγόρευσαν το χορό και τη μουσική.

Περισσότερο λυπήθηκαν οι ήρωες και οι ηρωϊδες. Ο Σταχάνωφ έβγαλε κάρβουνο για είκοσι εργάτες. Στην πραγματικότητα ήταν επικεφαλής ενός συνεργείου είκοσι ατόμων.  Ο Ζάιτσεφ σκότωσε στο Στάλινγκραντ διακόσιους σαράντα δύο ναζί. Όλα τα στοιχεία  στη βιογραφία του ήταν λάθος.

«Λένε ότι τον Πατερούλη τον σκότωσε ένας άγγλος», είπε ο Πεντρένσκι. «Λένε ότι τον βοήθησε ο Μπέρια».

 Το 1940, ο Πατερούλης τουφέκισε τον Γεζόφ ή Κόκκινο Κούνελο. Ήταν ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας. Ήταν ομοφυλόφιλος. Όποιος τον απέρριπτε ερωτικά οδηγείτο σε στρατόπεδο. Ζούσε στην χλιδή. Αντικαταστάθηκε από τον Μπέρια. Ήταν συμπατριώτης του Στάλιν και μιλούσαν μεταξύ τους στα γεωργιανά. Κυκλοφορούσε με αμερικάνικη λιμουζίνα, φορούσε κοστούμια από το Λονδίνο και το Παρίσι, έμενε στην ντάτσα του κόμητα Ορλώφ.

Έκανε βασανιστήρια για την προσωπική του απόλαυση. Του χρέωσαν κάπου τετρακόσιους βιασμούς γυναικών. Στα χρόνια του πολέμου γνωρίστηκε με την αγγλική αντικατασκοπία. Το 1952, ο  Πατερούλης άρχισε να του μιλάει γλυκά. Ο Μπέρια κατάλαβε, ετοιμαζόταν να τον αντικαταστήσει. Ζήτησε την βοήθεια των άγγλων. Τους άφησε να έχουν πρόσβαση παντού.

«Άκουσα πολλούς παραλογισμούς στη συνέντευξή σας», είπε ο Βασίλης στο συγγραφέα. «Έχετε στοιχεία για αυτό που λέτε;».

«Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρασημοφορήθηκε».

«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα».

«Δεν πήρε παράσημο ποτέ πριν, ούτε καν στο τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Γιατί να πάρει; Η Αγγλία ήταν ο μεγάλος ηττημένος. Έχασε τις αποικίες της και η Ρωσία  έφτασε στο Βερολίνο. Όμως πήρε αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν».

«Έχετε τίποτα καλύτερο;».

«Ο Χρουστσόφ κατηγόρησε τον Μπέρια σαν πράκτορα των Άγγλων. Επίσης, το ίδιο έτος, το 1953, ο Τσώρτσιλ πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας».

«Ο Τσώρτσιλ; Έγραψε ποτέ του τίποτα;».

«Πέντε τόμους για τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έπινε και έγραφε».

«Μα αυτό είναι μια αυτοβιογραφία», είπε ο ξάδελφός μου.

«Η Σουηδία έτρεμε τον Κόκκινο Στρατό, είχε μπει στη Φινλανδία. Θα του έδιναν και το Νόμπελ Χημείας».

 

3. Ο ήρωας των κολάζ, η δακτυλογράφος, το παρελθόν επιστρέφει

 

Ο Πεντρένσκι έμενε στο Αρμπάτ. Ήταν ιδανικό για πεζοπορία. Την είχε καθιερώσει στο ημερήσιο του πρόγραμμα. Έφτασε στην πολυκατοικία του. Βρήκε ένα γράμμα με τα στοιχεία του, γεμάτο σφραγίδες. Ερχόταν από κάποιο στρατόπεδο. Το ακούμπησε σε ένα τραπέζι.  Έπρεπε να γράψει επειγόντως ένα άρθρο. Τον διάβαζε όλη η Ρωσία.

Πήγε στο καθιστικό. Το είχε αφιερώσει στη συγγραφή των άρθρων του. Δεν το θεωρούσε θυσία. Είχε ένα μεγάλο διαμέρισμα και ζούσε μόνος του. Στο κέντρο του είχε τοποθετήσει δυο τραπέζια, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Σήκωσε μια κουρτίνα. Από πίσω της είχε εφημερίδες σε στίβες. Είχαν τα παλιά του άρθρα. Πήρε ένα ψαλίδι. Έκοψε κάποια αποσπάσματα. Τα τοποθέτησε στο μικρό τραπέζι. Πήγε σε μια συρταροθήκη. Τα συρτάρια της είχαν αποκόμματα από άρθρα και πολιτικούς λόγους. Ξεχώριζαν με ταμπέλες. Ξεδιάλεξε κάποια, τα έβαλε και εκείνα στο μικρό τραπέζι. Έγραψε στα αποσπάσματα και τα αποκόματα από έναν αύξοντα αριθμό.   

Πήγε σε μια κάσα με μαυρόδετους τόμους. Ήταν τα Άπαντα του Λένιν. Η συλλογή ανήκε κάποτε σε μια βλαμμένη, μια ρομαντική κακομαθημένη που ήταν κόρη πλουσίων κομμουνιστών. Μια πορφυρογέννητη. Είχε αγοράσει την συλλογή λίγο πριν το γάμο της. Ονειρευόταν ότι θα διάβαζε τα άπαντα τις νύχτες, αγκαλιά με το σύζυγό της, δίπλα στο αναμένο τζάκι. Ο σύζυγός χρησιμοποίησε τους γονείς της για τις φιλοδοξίες του και ύστερα απάτησε. Χώρισαν. Δεν διάβασαν ποτέ τους ούτε μια σελίδα. Η βλαμένη χάρισε τη συλλογή στον Πεντρένσκι. Πήρε έναν τόμο. Τον ξεφύλισσε. Έβαλε χαρτάκια σε κάποιες σελίδες.

Από ένα άλλο συρτάρι έβγαλε ένα ρολό. Είχε φύλλα χαρτιού στις διαστάσεις του μικρού τραπεζιού. Είχε κάνει μεγάλες προσπάθειες να τα βρει. Τα είχε ξετρυπώσει σε μια κολεκτίβα. Τα χρησιμοποιούσαν για τα μεγάλα πακέτα. Άπλωσε ένα φύλλο στο μεγάλο τραπέζι. Πήγε σε ένα μπαούλο. Πήρε ένα δοχείο με κόλλα. Κόλλησε τα αποκόμματα στο φύλλο. Δημιουργήθηκε μια κουρελού με μήκος ενάμισι μέτρο και πλάτος ένα. Ήταν το νέο του άρθρο. Έγραφε αυτά που ήξεραν όλοι, που δεχόντουσαν σαν αλήθεια τα εκατομμύρια των μελών του Κόμματος. Είχαν μια άριστη διατύπωση, συγκεντρωμένα επιχειρήματα, και έμοιαζαν σα να γράφτηκαν για πρώτη φορά.

Πήρε τον τόμο του Λένιν. Έγραψε στα περιθώρια της κουρελούς παραπομπές στα αποσπάσματα. Σταμάτησε. Το πρώτο μέρος είχε τελειώσει. Κάθισε σε μια καρέκλα και πήρε βαθιές ανάσες. Όταν συγκέντρωνε το υλικό του, σκεπτόταν τόσο έντονα που του κοβόταν η αναπνοή. Παλιότερα έφτανε στην λιποθυμία. Σηκώθηκε για το δεύτερο μέρος. Έκανε συμπληρώσεις και διορθώσεις. Έφτασε η ώρα της δακτυλογράφου.

Έμενε και αυτή στο Αρμπάτ. Την είχε προσλάβει στο τέλος του πολέμου. Την πλήρωνε με τρόφιμα. Όταν της τα έδινε τον κοιτούσε με ευγνωμοσύνη. Τις χρόνια του πολέμου και μεταπολεμικά, όλοι ζούσαν από τα δελτία τροφίμων. Οι πόλεις που χορηγούσαν μεγάλες μερίδες, αποκαλούνταν «πόλεις του ψωμιού». Η δακτυλογράφος του υφίστατο χρόνιο υποσιτισμό. Διατηρούσε μια εντυπωσιακή κομψότητα.

Θυμήθηκε τον Ιγκόρ. Ο φίλος του είχε πεθάνει στις χίλιες μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ. Μαζί με άλλες οκτακόσιες χιλιάδες κατοίκους. Αιτία ήταν η πείνα και το κρύο. Κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν στην πόλη κανίβαλοι. Οι αρχές εκτέλεσαν εκατοντάδες υπόπτους. Ο φίλος του έμοιαζε με τη θάλασσα. Ήταν συνέχεια βυθισμένος στις σκέψεις του σαν τον Πέτρο. Επίσης, ήταν βυθισμένος στο ποτό και την κατάθλιψη. Είχε ένα νου απέραντο. Τελείως ασυμβίβαστο. «Πιστεύω ότι πέθανε εθελοντικά», είπε ο συγγραφέας στο Βασίλη. «Θα άφηνε να φάνε το φαί του οι άλλοι».

            Πήρε την κουρελού και τον τόμο. Βγήκε να τα παραδώσει στη δακτυλογράφο. 

Κάποιες φορές δεν προλάβαινε και χρησιμοποιούσε τη βοήθεια μιας φίλης της. Δεν έδινε όμως στον Πεντρένσκι τα στοιχεία της. Φοβόταν μήπως την αντικαταστήσει. Ω, δεν επρόκειτο να το κάνει ποτέ! Στις κουρασμένες και αδύναμες γυναίκες έβλεπε την Νάντια.

Επέστρεψε στο διαμέρισμά του. Τα μάτια του έπεσαν στο γράμμα. Θα το έστελνε κάποιος κρατούμενος, θα ζητιάνευε βοήθεια. Να μια καλή ιδέα για ένα θεατρικό. Ένα  αντικοινωνικό στοιχείο μετανοεί. Το έργο του θα γέμιζε κάποιο θέατρο για ένα τρίμηνο. Η τέχνη, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, ήταν η φορμόλη, τα υγρά της συντήρησης του πτώματος. Ευτυχώς, μέσα στο πτώμα γεννιόταν ένα δεύτερο σώμα. Θα έβγαινε έξω, καθώς θα διαλυόταν το πρώτο.

Χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ένας συνάδελφός του. Του είπε ότι εκτέλεσαν  τον Μπέρια. Ο Πεντρένσκι πάγωσε. Κάθισε σε μια καρέκλα να συνέλθει. Έβαλε ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε γουλιά γουλιά. Το βλέμμα του έπεσε πάλι στον φάκελο. Διάβασε το όνομα του αποστολέα. Ονομαζόταν Αλεξέι Κορνίλοφ! Δεν ήταν δυνατόν! Προφανώς ήταν συνωνυμία. Διάβασε τις πρώτες γραμμές του γράμματος. Ήταν εκείνος! 

«Έρχονται τα φαντάσματα από το παρελθόν, Ιβάν», του έγραφε. «Οι αμαρτίες μου δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Διαβάζω τα άρθρα σου.  Θέλω να σε συναντήσω. Σας θυμάμαι όλους, εσένα, την Νάντια, τον Ιγκόρ, τον Μπόρις. Ακόμα και τον Πέτρο. Κανείς δεν περίμενε ότι θα έκανε κάτι τόσο σπουδαίο. Οι μισοί μπολσεβίκοι που συνάντησα έχουν διαβάσει το βιβλίο του».

Τα Πρωτόκολλα απαγορεύονταν στη Σοβιετική Ένωση. Τα διάβαζαν όμως στα κρυφά. Κάποιοι μπολσεβίκοι τα είχαν σε εκτίμηση. Μετά τον πόλεμο ήταν όλο και περισσότεροι. Οι «εβραίοι» αντιπροσώπευαν τη Δύση. Το γράμμα του Αλεξέι ήταν τρεις σελίδες γεμάτες υπονοούμενα. Ήταν φανερό! Ήθελε να τον εκβιάσει. «Εκείνη τη στιγμή ήθελα να ζούσε ο Στάλιν, Βασίλη. Να συνεχίζονταν οι εκτελέσεις στα στρατόπεδα. Ο θάνατός του είχε δώσει στα αντικοινωνικά στοιχεία θάρρος».

Τα δόντια του Πεντρένκσι έτριξαν. Είχε να του συμβεί τρεις δεκαετίες. Γέλασε. Ο Αλεξέι δεν ήξερε με ποιόν τα είχε βάλει. Ήταν από τους παλιούς στο Κόμμα, είχε παράσημα, ήταν ήρωας του πολέμου και της δημοσιογραφίας, είχε γνωριμίες παντού. Όλοι τους είχαν μυστικά, όλοι τους θα τον κάλυπταν, όλοι τους θα τον βοηθούσαν. Σε ένα στρατόπεδο, μια συμμορία είχε βγάλει σε ένα φρουρό τα μάτια. Ο διευθυντής στο στρατόπεδο του Αλεξέι θα ήξερε σίγουρα κάποια συμμορία. Σκέφτηκε τον «ωραίο» Αλεξέι χωρίς μάτια! Και με κομμένη την γλώσσα! Θυμήθηκε την Λαβίνια από τον Τίτο Ανδρόνικο. Την βίασαν, της έκοψαν την γλώσσα και τα χέρια. Μα εκείνη κράτησε ένα ραβδί με τα δόντια της. Έγραψε τα ονόματα των δραστών στην άμμο. Θάνατος, λοιπόν! Μόνο θάνατος! Γέλασε, ξανά. Θα έκανε αυτό που του ζητούσε ο κρατούμενος. Θα πήγαινε να τον συναντήσει.

Ταξίδεψε στην πρώτη θέση. Διέσχισε το ένα τέταρτο της Γης. Η Ρωσία δεν ήταν όμορφη. Ήταν απέραντη. Ανερμήνευτη, σαν άνθρωπος. Άνοιξε η καρδιά του. Θυμήθηκε τα λόγια του Μαρξ: Ο άνθρωπος ήταν το μόνο ουσιαστικό. Η μόνη ουσία ήταν η καθολικότητα. Ο άνθρωπος είχε εκείνη την ουσία, που δεν ήταν ουσία,  στον υπέρτατο βαθμό.

 

                                                      4. Η συνάντηση με τον Αλεξέι, ο ανθρωποθεός

 

Ο Πεντρένσκι έφτασε στο στρατόπεδο. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή. Είχε μόλις φύγει για επιθεώρηση. Κάθισε στην καρέκλα του. Έβγαλε από την τσάντα του ένα σφυρί. Το ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά του. Το χρησιμοποιόυσαν στα βασανιστήρια. Χτυπούσαν τα δόντια μέχρι να σπάσουν. Άνοιξε η πόρτα. Ένας φρουρός έσπρωξε μέσα τον Αλεξέι.

Ο κρατούμενος προχώρησε δυο βήματα.  Ήταν το ίδιο όμορφος όπως παλιά. Ίσως και περισσότερο. Τα μάτια του ήταν πιο έντονα. Ο Πεντρένσκι κοίταξε τα δάκτυλά του. Ευτυχώς! Κάποτε ήταν κοντυλένια. Τώρα είχαν καταστραφεί από τις αγγαρείες στο παγωμένο δάσος. Ο Αλεξέι τον κοίταξε έκπληκτος.   

«Εσύ;».

«Δεν το περίμενες, ε;».

Ο επισκέπτης άπλωσε το χέρι του στο σφυρί. Ο Αλεξέι χαμογέλασε, του έδειξε τα δόντια του. Τα μισά είχαν πέσει, τα άλλα μισά ήταν σάπια. 

«Δεν μπορείς να σπάσεις τίποτα». 

«Δεν πειράζει, θα σου σπάσω τα κόκκαλα. Ήταν μεγάλο λάθος να με εκβιάσεις».

«Δεν ήταν εκβιασμός. Ήθελα να δω τον τελευταίο μου γνωστό».

Ο Πεντρένσκι του ανέφερε τον θάνατο της Νάντια. Ο Αλεξέι έβαλε τα κλάματα.

«Φταις εσύ που την παράτησες», του είπε.

«Έφυγα επειδή με έβριζε συνέχεια. Μετά γύρισα. Αλλά εκείνη είχε φύγει».

Έπιασαν τη συζήτηση. Από το 1917 είχαν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια. «Έμαθα τι σημαίνει η λέξη Ανθρωποθεός», είπε κάποια στιγμή ο Αλεξέι. Ο Εσλίμ ήταν υιός του Ναγγαί, ο Ρησά ήταν υιός του Ζοροβάβελ, ο Σαλαθιήλ υιός του Νηρί, ο Δαυϊδ υιός του Ιεσσαί, ο Ιακώβ υιός του Ισαάκ, ο Ισαάκ υιός του Αβραάμ, ο Ενώς υιός του Σηθ, ο Σηθ υιός του Αδάμ, ο Αδάμ υιός του Θεού.

«Έτσι λένε τα ευαγγέλια. Ο Αδάμ δεν δημιουργήθηκε από το Θεό, ούτε ο Θεός τον έφτιαξε με τα χέρια του, ούτε του έδωσε πνοή. Ο Θεός γέννησε τον Αδάμ, όπως ο Αδδί γέννησε τον Μελχί, όπως ο κάθε προηγούμενος γέννησε τον κάθε επόμενο. Ο Αδάμ βγήκε μέσα από τον Θεό. Ήταν ομοούσιος με τον Θεό. Όπως ο κάθε άνθρωπος είναι ομοούσιος με κάθε άλλο άνθρωπο».

            Ο Πεντρένσκι έβαλε τα γέλια.

«Οι θεολόγοι κάνουν μια διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τις ενέργειες», του είπε ο Αλεξέι. «Μείνε όμως σε αυτό που σου λέω. Ο κόσμος είναι ομοούσιος με το Θεό, έστω με τις θεϊκές ενέργειες. Γι’ αυτό η Παναγία γέννησε το Χριστό. Αλλιώς ο Χριστός θα γεννιόταν όπως ο Βούδας. Μέσα σε μια μπάλα που θα έβαζε ο Θεός στην κοιλιά μιας πριγκίπισας. Η Παναγία έδωσε στο Χριστό ψυχή και σώμα. Ο κόσμος ήταν πάντα Χριστός. Η Παναγία ήταν πάντα Χριστός. Αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα μπορούσε να τον γεννήσει».

«Είσαι ο άνθρωπος που μίσησα περισσότερο από κάθε άλλο», του είπε ο Πεντρένσκι.

«Ο Χριστός ήταν πάντα στον κόσμο. Ο Χριστός ήταν πάντα άνθρωπος. Ήταν πιο αδύναμος απο τους δυο ληστές. Κατέρρευσε στο δρόμο για το Γολγοθά. Πέθανε πρώτος πάνω στον σταυρό. Η Παναγία δεν τον έκανε άνθρωπο, τον ενσάρκωσε, τον παρέλαβε».

Ο Πεντρένσκι γύρισε στη Μόσχα. Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε να γράφει την Καθυστερημένη Θυσία. Ήταν ένας φιλοσοφικός διάλογος. Ο Αλεξέι πέθανε στο στρατόπεδο.

 

 

5.          Η  έμπνευση ήρθε απρόσκλητη, οι τρεις δαίμονες, κάνε το όπως ο Φορντ, το πιο μεγάλο κολάζ

 

Το 1955, ο Πεντρένσκι έγινε χειμερινός κολυμβητής. Περνούσε τα καλοκαίρια στην Κριμαία. Την επόμενη δεκαετία έγινε κανονικός συγγραφέας. Έγραφε χαζά δοκίμια, ρηχές ηθικοπλαστικές νουβέλες, φανφαρόνικα ποιήματα. Και κάποια θεατρικά. Τα τελείωνε σε τρεις μήνες. Με μισή καρδιά. Οι θίασοι τα ανέβαζαν. Ο κόσμος πήγαινε να τα δει. Δεν είχε κάτι καλύτερο. Οι κριτικοί τα επαινούσαν.

Η έμπνευση που ζητούσε ήρθε στα τέλη του 1967, . Συνάντησε στη λέσχη ένα συγγραφέα και πιάσανε μια κουβέντα. Γρήγορα περιστράφηκε σε μια ιδέα που τον βασάνιζε. «Νομίζω ότι το φως δεν έρχεται από τον ήλιο», είπε στον Πεντρένσκι. «Αν ήταν ακτίνες από τον ήλιο, το διάστημα δεν θα ήταν παγωμένο και σκοτεινό. Νομίζω ότι η παρουσία του ήλιου κάνει το κάθε τι γύρω του να λάμπει, να εκπέμπει το δικό του φως. Το έχω δει και στα σπίτια που φωτίζονται μόνο από ένα τζάκι. Το φως δεν έρχεται από αυτό. Έρχεται από την λάμψη των αντικειμένων. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθός τους, τόσο περισσότερο λάμπουν».

«Και το φως που μπαίνει από τις κατεβασμένες γρίλιες;», τον ρώτησε ο Πεντρένσκι. «Είναι κάτι σαν μικρά ποτάμια».

«Λάμπει η σκόνη που αιωρείται».

«Τότε γιατί δεν λάμπει η σκοτεινή πλευρά των πλανητών, αυτή που δεν κοιτάει τον ήλιο;».

«Λάμπει με ένα τρόπο που δεν τον διακρίνει το μάτι μας».

Τα μάτια του Πεντρένσκι έπεσαν σε μια συγγραφέα στο διπλανό τραπέζι. Διάβαζε το Lost Splendor του Φέλιξ Γιουσούποφ. Ο Πεντρένσκι περίεργος όπως πάντα, έφαγε το βιβλίο και την αναγνώστρια με τα μάτια. «Είναι κάτι σαν αυτοβιογραφία», του είπε η συγγραφέας. «Λένε ότι ο συγγραφέας του ήταν αναμεμειγμένος στη δολοφονία του Ρασπούτιν. Πέθανε στην Ελβετία πριν ένα μήνα. Ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στη ρωσική αυτοκρατορία. Η οικογένεια του έφυγε στο εξωτερικό το 1919. Ο άγγλος βασιλιάς έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να τους παραλάβει».

«Αυτές οι οικογένειες κυβερνούν τον κόσμο», πετάχτηκε ένας συγγραφέας που άκουσε τα λόγια τους. «Την Δύση την κυβερνούν στα κρυφά τετρακόσιες οικογένειες. Είναι πίσω από όλα. Ανεβάζουν και κατεβάζουν τις κυβερνήσεις. Έχουν τα πάντα δικά τους. Οι απλοί πολίτες στην Αμερική και την Ευρώπη δεν έχουν ιδιοκτησία. Χρωστάνε τα πάντα στις τράπεζες. Ότι αγοράζουν το αγοράζουν με δόσεις. Τετρακόσιες οικογένειες! Τις έχει μετρήσει ένας κουβανός».

Όταν ο Πεντρένσκι γύρισε σπίτι του, η έμπνευση τον περίμενε στην πόρτα.   Φορούσε μια χρυσαφένια περιούκα. Κάτω από το λευκό της φόρεμα κρυβόταν ένας δαίμονας. Του ψιθύρισε το όνομα του νέου του βιβλίου: Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου. Αυτή την φορά ο εαυτός του συνεργάστηκε. Κάλεσαν τους τρεις δαίμονες. Εκείνους που μπήκαν στα Πρωτόκολλα.

Ο κόκκινος: Ο ιταλός εργάτης έτρωγε το σπαγγέτι του, έβλεπε γουέστερν. Ο Τζάνγκο θέριζε τους κακούς. Ήταν τόσοι πολλοί που χρησιμοποίησε πολυβόλο. Ο κόκκινος δαίμονας εμφανιζόταν στα χριστιανικά περιβάλλοντα. Οι χριστουγεννιάτικες γιορτές, τα παραμύθια της γιαγιάς, τα φιλιά της μητέρας, σου μάθαιναν ότι δικαιούσουν την αγάπη ολόκληρη. Μετά όλα άλλαζαν, σου την έδιναν λειψή και μόνο όταν την άξιζες. Όταν μεγάλωνες, την έδιναν πια μόνο στους πλούσιους και στους επιτυχημένους.

Ο Τρότσκι έγινε Κόκκινος, όταν ο πατέρας του πήρε το άλογο ενός φτωχού,  για ένα χρέος. Ο πατέρας του απέρριπτε τον φτωχό, όπως απέρριπτε τον ίδιο. Ο κόκκινος δαίμονας μισούσε την αδικία. Ο Μαρξ αποκάλυψε το μέγεθός της: Η κοινωνία χωριζόταν σε τάξεις. Αυτή την αδικία δεν μπορούσε να την θεραπεύσει η εκκλησία. Δεν την άλλαζαν ούτε η ηθική, ούτε η «αγάπη». Ο κόκκινος δαίμονας αναζητούσε την ισότητα. Οι φτωχοί όμως δεν είχαν τον ίδιο καημό, δεν ένιωθαν τον πόνο των επαναστατών. Εκείνοι τους έβριζαν: «Οι φτωχοί είναι ηλίθιοι», έλεγαν. «Δεν θέλουν το συμφέρον τους».

Οι άνθρωποι με τον κόκκινο δαίμονα έκαναν τα πάντα για να γίνουν ηγέτες. Είχαν μάθει ότι η αγάπη αγοραζόταν. Ήθελαν να τους αγαπάνε. Όλοι αγαπούσαν τους ηγέτες. Επεδίωκαν τη γενική ισότητα αλλά πραγματοποιούσαν τη νέα ανισότητα, γίνονταν ο πυρήνας ενός νέου ανώτερου στρώματος. Ο Τρότσκι διέταξε να πυροβολούν τους «δειλούς» στρατιώτες. Καταχράστηκε το ρώσικο χρυσό μαζί με τους υπόλοιπους μπολσεβίκους ηγέτες. Έγραψε την Προδομένη Επανάσταση. Απίστευτο! Μετά από τόση διαφθορά, εξακολουθούσε να είναι ιδεολόγος.

Ο μαύρος δαίμονας μισούσε τυφλά. Ήταν τρομαγμένος. Το 1871, έγινε η Κομμούνα στο Παρίσι. Ο στρατός εκτέλεσε δεκάδες χιλιάδες, κάποιους ομαδικά με πολυβόλα. Οι δρόμοι γέμισαν πληγωμένες γυναίκες που σκέπαζαν τις πληγές τους με κουρέλια. Τα καλά κορίτσια τα τραβούσαν με τις άκρες από τα ομπρελίνα τους. Για να τις κάνουν να στριγγλίζουν από τον πόνο.

Ο δαίμονας μισούσε το μέλλον.  Οι αριστοκράτες φοβόντουσαν τον εικοστό αιώνα. Οι εβραίοι στα Πρωτόκολλα ήταν όλα τα εχθρικά στρώματα: Οι αστοί, οι εργάτες, οι ξένοι. Οι  τετρακόσιες οικογένειες αντιπροσώπευαν το επόμενο κακό μέλλον, εκείνο του εικοστού πρώτου αιώνα. Τότε, η άρχουσα τάξη θα κήρυττε το τέλος του έθνους. Η μεσαία τάξη θα έχανε όλα όσα της έδωσαν ο εικοστός και ο  δέκατος ένατος αιώνας.

            Ο κίτρινος δαίμονας: 1904, Ρωσία, σε ένα τρένο, ένας μουζίκος μπήκε στο βαγόνι της πρώτης θέσης. Τον ανακάλυψε μια κυρία. Ήταν σύζυγος ανώτερου υπαλλήλου, ταξίδευε στην πρώτη θέση δωρεάν, ήταν προνόμιο. Απαίτησε να ελέγξουν το εισιτήριο του, αποδείχθηκε ότι ήταν λαθρεπιβάτης. Απαίτησε να τον διώξουν. Όταν οι υπάλληλοι τον έσπρωχναν έκλεψε τον μπόγο του. Ικανοποίησε μια ξαφνική της επιθυμία. Είχε καταργήσει τις συγκρούσεις με τον εαυτό της. Έκανε τα πάντα για να διατηρεί την εσωτερική της ειρήνη. Ναι! Το άλλο όνομα του κίτρινου δαίμονα ήταν «ειρήνη». Ήταν ένας κινέζος που έπινε όπιο στον κήπο του, κοιτάζοντας την στέρνα με τα χρυσόψαρα. Ήταν ένας ιάπωνας αξιωματικός που σκότωνε ένα θύμα βιασμού.  Δεν ήθελε να το συμπαθήσει, θα ταραζόταν.

            Ο Πεντρένσκι και ο εαυτός του έφτιαξαν πρώτα τον σκελετό του βιβλίου. Το έκαναν χαλαρά. Τους πήρε κάποιες μέρες. Έφτιαξαν ένα κατάλογο με τα θέματά τους. Τους πήρε έξι μέρες. Την έβδομη ημέρα αναπαύθηκαν. Αυτό που έκαναν ήθελε ρέγουλα και μεθοδικότητα. Θυμήθηκαν το Φορντ. «Θα κάνουμε ότι έκανε στο Διεθνή Εβραίο», είπαν ο ένας στον άλλο. «Το βιβλίο θα το γράψουν άλλοι». Βρήκαν κάποιους φοιτητές. Τους ανέθεσαν να συγκεντρώσουν το υλικό. Τους τόνωσαν τον ενθουσιασμό με παχιά λόγια: «Θα βοηθήσετε σε κάτι μεγάλο». Εκείνοι εργάστηκαν με απίστευτη ταχύτητα. Ο Πεντρένσκι και ο εαυτός του τοποθετούσαν το υλικό σε συρτάρια. Ήταν όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου.

              Ύστερα άδειασαν το καθιστικό. Άπλωσαν στο πάτωμα φύλλα συσκευασίας. Από ένα για κάθε κεφάλαιο. Για ένα μήνα περπατούσαν στις άκρες των ποδιών τους. Ο χώρος δεν έφτανε. Μετέφεραν τα μισά φύλλα σε ένα δεύτερο δωμάτιο. Τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν γεμάτα στιβαγμένα έπιπλα. Ονόμασαν το καθιστικό «πρώτο μέρος» και το δεύτερο δωμάτιο «δεύτερο μέρος». Τα φύλλα κατέληγαν στις δακτυλογράφους. Ήταν τέσσερις, όλες γυναίκες. Ήταν πιο υπάκουες από τους άντρες. Οι δύο χτυπούσαν το πρώτο χέρι. Ο συγγραφέας και ο εαυτός του το διόρθωναν. Οι άλλες δύο χτυπούσαν το δεύτερο. Η δακτυλογράφηση κράτησε μήνες.

              Έμοιαζαν όλα στημένα. Γινόντουσαν σχεδόν μόνα τους. Σαν να υπάκουαν σε ένα πεπρωμένο, σα να τα κατηύθυνε ένα αόρατο χέρι. Ο Πεντρένσκι ήταν σίγουρος: Το βιβλίο τους θα γινόταν αντικείμενο λατρείας, θα γινόταν πλούσιος και διάσημος, το σύμπαν συνωμοτούσε για να τον βοηθήσει. Ο κόσμος ζητούσε ένα λυτρωτικό ψέμα: Ότι έφταιγαν κάποιοι μακρινοί. Ήταν εκείνοι που συγκέντρωναν όλο το κακό. Θα τους έδινε το ψέμα που είχαν ανάγκη. Ο Χίτλερ είχε δίκιο, όσο πιο μεγάλο ήταν ένα ψέμα, τόσο περισσότερο γινόταν πιστευτό. Θα τους έδινε το ψέμα που θα έσωζε την ψυχή τους.

              «Όταν διάβασα το βιβλίο σας, το βρήκα απόλυτα αληθινό», του είπε ο Βασίλης. «Και απόλυτα λογικό».

              «Η αλήθεια είναι το ψέμμα που συμφέρει την πλειοψηφία. Η. λογική είναι η τρέλα των πολλών. Οι τρελοί στα άσυλα περπατούν και σκέπτονται ασταμάτητα, σαν τον Καντ. Αλλά δεν αγαπούν».

 

Συνεχίζεται …

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης

 

  • ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
  • ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών – Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Rating: 5 Reviewed By: SIGMA ONLINE TELEVISION