Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών - Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Σεβαστούπολη - Dreamstime.com

 

Απολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας ...

Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που ξεκινάει σήμερα και θα σας ταξιδεύει κάθε Κυριακή σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή ...

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                                           Οι Khlysty


ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η οργή της Αφροδίτης

1.      Ένας γάμος συμφέροντος -Η βίλα με τις κυρίες

 

1880, Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Ακούγεται το κλάμα ενός νεογέννητου. Ο πατέρας του ήταν έλληνας από την Κωνσταντινούπολη. Πήγε στην Σεβαστούπολη το 1856, μόλις τέλειωσε ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Έπιασε δουλειά σε έναν έλληνα έμπορο. Εκείνος του γνώρισε τις κεφαλές της παροικίας. Ο υπάλληλός του τους τύλιξε. Έγινε κισσός και σκαρφάλωσε πάνω τους.

Πήρε ρώσικο επίθετο. Έγινε ο Κονσταντίν Τσακάλωφ. Ήταν ένας πολλά υποσχόμενος. Ένας χαμογελαστός. Επί είκοσι χρόνια πλούτιζε. Το 1875 ήταν πια  καιρός να παντρευτεί. Έψαξε στις καλές οικογένειες της  παροικίας. Ήθελε  προίκα. Την βρήκε. Ανέλπιστα η νύφη ήταν όμορφη.

Εκείνη είδε στο πρόσωπό του ένα λιοντάρι. Θα υπερασπιζόταν την κοινωνική της θέση. Θα εγγυόταν την ευημερία της. Όλοι της έλεγαν το ίδιο: «Να κοιτάξεις πρώτα τον χαρακτήρα». Ο πνευματικός της συμφωνούσε: «Πρώτα έρχεται ο χαρακτήρας. Ο έρωτας έρχεται μετά».

Τα «πρέπει» ήταν ο Θεός, οι «επιθυμίες» ο διάβολος. Ήσουν ο Αβραάμ, ο Θεός ζητούσε την θυσία του Ισαάκ. Εσύ λυπόσουν το παιδί σου. Αυτό ήταν μια επιθυμία. Δεν την ακολουθούσες και το θυσίαζες. Ύστερα ο Θεός έβγαζε τη μάσκα του. Ήταν ο Βαάλ.

Έγινε ένας υπέροχος γάμος. Η Αφροδίτη όμως θύμωσε. Συγχωρούσε την πορνεία και τις μοιχείες, επειδή περιείχαν πάθος. Οι μικροϋπολογισμοί προσέβαλαν την εξουσία της. Δεν τους συγχωρούσε ποτέ.

Ο γαμπρός πήγαινε στην βίλα με τις κυρίες. Είχε φώτα και μουσική. Οι κύριοι έπαιζαν χαρτιά. Μιλούσαν για δουλειές. Σχολίαζαν τα πολιτικά. Κάποτε χάνονταν στα πίσω δωμάτια.  Ο Αλέξανδρος ο Α΄ είχε ερωμένη. Την εγκατέστησε στο παλάτι του. Η σύζυγός του έγινε φίλη της. Έπαιζαν μαζί μπριτζ. Μετά ο τσάρος μόνασε και έγινε άγιος.

Ο μεθεπόμενος τσάρος είχε ερωμένη μια φοιτήτρια. Ήταν από το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Συναντιόντουσαν στο Παρίσι. Τους συζητούσε όλη η Ευρώπη. Όταν πέθανε η τσαρίνα χάρηκαν πολύ. Ο Νικόλαος ο Β΄, είχε ερωμένη μια μπαλαρίνα. Τα μπαλέτα ανακάλυψαν το ταλέντο της. Δεν ήταν καλή στις πιρουέτες αλλά είχε εκφραστικότητα.  Κάποια στιγμή τον έκαναν και αυτόν άγιο.

Για τις κυρίες δεν υπήρχαν ανοχές. Όσες παραστρατούσαν έχαναν τα πάντα, περιουσία και παιδιά. Πηδούσαν στις ράγες των τρένων σαν την Άννα Καρένινα. Η μητέρα του  νεογέννητου ήταν δυστυχισμένη με το γάμο της. Όσο κυοφορούσε τον Πέτρο έπινε. Προσπαθούσε να ξεχωρίσει τον Ιεχωβά από τον Βαάλ. Μάλωνε τις υπηρέτριες. Το μωρό γεννήθηκε οργισμένο.

 

 

2.      Η κυρία Τσακάλωφ βασάνιζε τα παιδιά της -Η υστερία

 

Η κυρία Τσακάλωφ έκανε συνολικά τέσσερα παιδιά. Πρώτα τον Αντρέι, τον πρωτότοκο. Ύστερα δυο δίδυμες κόρες. Τέλος,, το 1880, εκείνο το μωρό. Ήταν όλα τους μπελάς. Έκλαιγαν και της ζητούσαν να τα αγκαλιάζει. Εκείνη ήθελε την ησυχία της. Για να κάνει τι; Δεν έκανε τίποτα, κοιτούσε συνέχεια το κενό.

Δεν είχε γάλα να τα θηλάσει. Συνέβαινε σε όλες τις κυρίες της εποχής της. Χρησιμοποιούσαν τις τροφούς. Ήταν απλές γυναίκες που είχαν μόλις γεννήσει. Κατά τρόπο παράδοξο, είχαν γάλα και για τα δικά τους μωρά και για τα ξένα. Η ιατρική δεν εξήγησε ποτέ  το παράδοξο. Τον επόμενο αιώνα αναπτύχθηκε περισσότερο σαν επιστήμη. Αλλά το φαινόμενο σταμάτησε. Δεν το εξήγησε ποτέ.

Η κυρία Τσακάλωφ έδενε τα χέρια των τριών μεγάλων στα κάγκελα των κρεβατιών τους. «Για να μην πιπιλάνε τα δάκτυλά τους», έλεγε. Ο ύπνος τούς γινόταν μαρτύριο. Κάποιες νύχτες έμεναν ξάγρυπνα. Έβαζε τις υπηρέτριες να τους κάνουν κρύα ντους. «Έκανε καλό στην υγεία», έλεγε. Το είχε διαβάσει στη Μεγάλη Ιατρική Εγκυκλοπαίδεια. Ένα καταχείμωνο έβγαλαν τον Πέτρο από την μπανιέρα μπλε. 

Ο Κονσταντίν δούλευε μέχρι αργά. Η κυρία Τσακάλωφ άφηνε τα τρία μεγάλα στις γκουβερνάντες κι έτρεχε στους χωρούς. Έπαιρνε μόνο τον Πέτρο μαζί της, επειδή έκλαιγε. Στα σαλόνια, τον παρέδιδε στις υπηρέτριες. Εκείνες τον έβαζαν να κοιμηθεί. Οι κυρίες χόρευαν, χόρευαν, χόρευαν. Οι κύριοι βαριόντουσαν. Εκείνες τους τραβούσαν να σηκωθούν. Έπρεπε να χορεύουν, χορεύουν, χορεύουν. Ζούσαν μονάχα όταν στροβιλίζονταν.

Ήταν η εποχή μια νέας αρρώστιας: Της υστερίας. Οι κυρίες λιποθυμούσαν με την παραμικρή συναισθηματική κορύφωση. Σε κάθε χορό συνέβαινε και μια  λιποθυμία.  Η νόσος εμφανίστηκε κάπου το 1860. Στο δυτικό τμήμα του βορείου  ημισφαιρίου. Και προσέβαλε μόνο τις κυρίες. Είχε γεωγραφικό και ταξικό περιορισμό. Οι γιατροί ανακάλυψαν μια μέθοδο προσωρινής θεραπείας: Τις μαλάξεις της μήτρας. Κάποιοι διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους.

Το 1900, οι γιάνκηδες εφήρμοσαν την επιστημονική ανακάλυψη σε μια συσκευή. Έφτιαξαν ένα ηλεκτροκίνητο έμβολο. Το διαφήμιζαν δίπλα στα μοντέλα του φωνόγραφου. Οι λεζάντες έγραφαν: «Λειτουργεί και με συνεχές και με εναλλασσόμενο ρέυμα». Η ιατρική δεν νίκησε ούτε αυτή την νόσο. Της συνέβη ότι και με το μητρικο γάλα. Μόλις προόδευσε, η νόσος εξαφανίστηκε.

 

3.      Οι τρεις θόρυβοι, η παγωνιά και το φως -Το γέλιο της Αφροδίτης

 

Η μανούλα χόρευε. Το μωρό ξυπνούσε και τσίριζε. Οι υπηρέτριες την καλούσαν. Η κυρία Τσακάλωφ έτρεχε και το έπαιρνε αγκαλιά. Το μάλωνε: «Πέτια, Πέτερ, Πέτρο, Πετράκη, Πετρούτσκα, θα αφήσεις ποτέ την μανούλα ήσυχη;». Ξεσπούσε σε γέλια. Γύριζε στο σαλόνι τρέχοντας στις μύτες των ποδιών της. Στη μνήμη του Πέτρου καταχωρήθηκαν τρεις θόρυβοι: Τα γέλια, το σύρσιμο του φορέματος της μητέρας του, το σύρσιμο των επίπλων -τα μετακινούσαν πριν από κάθε χορό. Επίσης η παγωνιά και το φως. Κρύωνε και τον τύφλωναν οι πολυέλαιοι.

Απέκτησε ένα συναίσθημα απόλυτης έκθεσης: Ένιωθε ότι  βρισκόταν στη μέση ενός πεδίου. Ότι έρχονταν από παντού παγωμένες αύρες και φως. Έγινε αγχωτικός. Έφτασε τα πέντε. Στα κρύα μπάνια προστέθηκε το δέσιμο των χεριών. Στα οκτώ του, έσπασε το εκκρεμές που είχαν στο σαλόνι. Το έφτασε βάζοντας μια καρέκλα. Ο Κονσταντίν Τσακάλωφ του ζήτησε τον λόγο. «Δεν άντεχα να το ακούω την νύχτα», του απάντησε ο Πέτρος. Κανείς δεν τον πίστεψε. Κανείς άλλος δεν το άκουγε. Έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο. 

Ο πατέρας  κατέφευγε όλο και πιο συχνά στη βίλα. Μάταια, τα κομμάτια της ψυχής του παρέμεναν χωρισμένα. Με το χρόνο γίνονταν περισσότερα. Έχασε το  σθένος του. Ήταν όμως απαραίτητο για τις επιχειρήσεις του.  Το 1890 πτώχευσε. Οι Τσακάλωφ άλλαξαν πόλη. Πήγαν σε μια μικρότερη.

Ο Πέτρος ήταν δέκα ετών. Χάρηκε, θα ξέφευγε από τo φως, τον αέρα, τους τρεις θορύβους. Μα εκείνοι τον ακολούθησαν, μπήκαν στο νέο τους σπίτι. Η μητέρα σταμάτησε τους χορούς. Ο πατέρας δεν πήγαινε συχνά στην δουλειά του, έμενε σπίτι. Δεν έμπαινε πια στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμόταν σε ένα καναπέ. Έκανε δύο επιχειρήσεις ακόμα. Έχασε το μεγαλύτερο μέρος της προίκας. Εκτός από κάποια μισθώματα.

Η μητέρα στράφηκε στους δικούς της. Τους ζήτησε βοήθεια. Εκείνοι τρόμαξαν, είδαν την φτώχεια να κοντοζυγώνει. Την έδιωξαν. «Ότι πήρες, πήρες», της είπαν. Ο Κονσταντίν κλείστηκε στο σπίτι για πάντα. Διάβαζε μυθιστορήματα. Η Αφροδίτη έσκασε στα γέλια. Εκείνοι οι δύο την περιφρόνησαν για τα χρήματα. Έχασαν την δύναμη του έρωτα κι έμειναν απένταροι.

 

 

4.      Ο χειρότερος μαθητής -το μαχαίρι

            Την πρώτη μέρα στο νέο σχολείο, η δασκάλα ρώτησε τον Πέτρο για το προηγούμενο. Εκείνος απάντησε υπερήφανα ότι ήταν ιδιωτικό. Η δασκάλα χαμογέλασε παράξενα. Τον εξέταζε συνέχεια. Κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Ο «νέος μαθητής» δεν ήξερε ορθογραφία, δεν ήξερε συντακτικό, δεν μπορούσε να εκτελέσει ούτε μια μαθηματική πράξη. «Το ιδιωτικό σχολείο δεν σε έμαθε τίποτα», του έλεγε. Οι συμμαθητές του γελούσαν. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.  Η δασκάλα κατέληγε στο επόμενο συμπέρασμα: «Μη διαμαρτύρεσαι! Το ιδιωτικό σχολείο σου χάλασε και τον χαρακτήρα».

Οι μήνες περνούσαν. Ο Πέτρος ξέχασε να μιλάει. Άρχισε να τραυλίζει. Ήταν συνέχεια αφηρημένος. Στη μέση της χρονιάς, έγραψε την καλύτερη έκθεση. Η δασκάλα αποφάνθηκε ότι την αντέγραψε. Τα αποδεικτικά στοιχεία: Ένας μαθητής τον είδε να κρύβει το γραπτό του. Πέρασε ένας μήνας, ο Πέτρος έβρισε την δασκάλα. Μια άλλη μέρα έφυγε από την τάξη χωρίς να πάρει άδεια. Ήταν διάλειμμα και νόμισε ότι είχαν τελειώσει.

Λίγες μέρες αργότερα, οι συμμαθητές του τον είδαν με ένα μαχαίρι. Ήταν απόγευμα, περπατούσε στους δρόμους αφηρημένος. Το είχε κρυμένο στα ρούχα του, αλλά διακρινόταν η λάμα του. Η δασκάλα τρόμαξε. Η πόλη τους διατηρούσε μια φοβερή ανάμνηση: Κάποιος πολίτης είχε κρυφτεί στα δάση και τους επιτίθετο στα ξαφνικά. Είχε ένα μαχαίρι και κάρφωνε όποιον έβρισκε μπροστά του. Ύστερα το έβαζε στα πόδια. Τον κυνήγησε ο στρατός, οι πολίτες έβγαιναν παγανιά με όπλα και σκυλιά, αλλά εκείνος τους ξέφευγε συνέχεια. Οι επιθέσεις του κράτησαν τρία χρόνια.

Ο Πέτρος έκρυβε το μαχαίρι του σε ένα λάκκο.

 

 

5.      Η γέννηση ενός τέρατος

 

 

Το μυαλό του Πέτρου γέμισε από μια ιδέα. Την επεξεργαζόταν επί χρόνια. Η κοινωνία είχε μόνο ένα σκοπό: Κάποιοι να νικήσουν τους άλλους και να τους ρίξουν στη θέση των ηττημένων. Το παιχνίδι το είχε χαμένο από την αρχή. Δεν θα γελούσε ποτέ μαζί με τους νικητές. Δεν θα γιόρταζε ποτέ στις γιορτές τους.. Δεν θα εντασσόταν ποτέ σε κάποια ομάδα. Ήταν μονήρης, ακοινώνητος, μισάνθρωπος. Έτσι θα ήταν πάντα με τους ηττημενους.

Κατάλαβε τον μισό Νίτσε -και δεν ήξερε καν το όνομά του. Κατάλαβε τι κρυβόταν πίσω από την ηθική του Καντ, πίσω από τον χριστιανισμό των μαζών, πίσω από τις ιερές λέξεις της γαλλικής επανάστασης. Τα κοπάδια ζητούσαν την ευτυχία τους, την «ευλογία του Θεού». Ήταν κτισμένη πάνω στη δυστυχία των άλλων. Οι λέξεις αγάπη, ειρήνη, ισότητα, ελευθερία, αδελφοσύνη, δικαιοσύνη, πατρίδα, ήταν τα συμφέροντά τους, η κουκούλα του φονιά, η ασπίδα του και το μαχαίρι του.

Οι μάζες δεν ζητούσαν ισότητα με τους αρχηγούς τους. Αντίθετα, ζητούσαν να συγκεντρωθεί όλη η εξουσία σε αυτούς. Αναζητούσαν τον «καλό βασιλιά», τον σοφό Σολομώντα, εκείνον που θα έκανε δούλους τους τα γύρω έθνη. Θα τους έπαιρνε κάθε χρόνο εξακόσια εξήντα έξι τάλαντα και θα τα έδινε στο λαό του. Δεν ζητούσαν την ελευθερία τους απο τους αρχηγούς τους. Ζητούσαν την ανεξαρτησία της ομάδας τους από τις υπόλοιπες. Δεν ζητούσαν την δικαιοσύνη μέσα στην ομάδα τους, οι αρχηγοί τους μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν. Ζητούσαν δικαιοσύνη στη σχέση της ομάδας τους με τις άλλες.  

Οι ιδεολογίες, ο κόσμος του πνεύματος, η τέχνη, η κουλτούρα, η θρησκεία, ήταν κοπάδια από πουλιά. Με τα κρωξίματα και το χτύπημα των φτερών τους σήκωναν θόρυβο. Κάλυπταν την βασική σχέση, την σφαγή, τον πόλεμο ποιοί θα είναι οι νικητές και ποιοί οι ηττημένοι. Κάλυπταν τις κραυγές των αιχμαλώτων, τα κλάματα των δουλων. Ο Πέτρος γελούσε. Όπως γελούσε και ο Νίτσε: «Εσείς τα πρόβατα λέτε ότι αγαπάτε. Ναι, αγαπάτε το κρέας των άλλων. Ε, λοιπόν και οι αετοί αγαπάνε. Αγαπάνε τα πρόβατα, αγαπάνε το κρέας σας». Βυθίστηκε στο μίσος. Η Αφροδίτη δεν ασχολήθηκε ξανά με τους Τσακάλωφ. Η εκδίκησή της είχε ολοκληρωθεί. Όπως στους αρχαίους μύθους, με τη γέννηση ενός τέρατος.

 

 

6.      Ο άτυχος αδελφός -στολές και στρατιωτάκια

 

 

Ο Αντρέι, o πρωτότοκος, πήγε σε έναν πλούσιο θείο, ανύπαντρο και άκληρο. Η κυρία Τσακάλωφ είχε σχέδια: Ο Αντρέι να γίνει σαν γιός του και να τον κληρονομήσει. Ο θείος τον καλοδέχτηκε, μα λίγα χρόνια μετά παντρεύτηκε. Έκανε δικά του παιδιά. Ο Αντρέι δεν πήρε τίποτα και οκτώ χρόνια μετά γύρισε στο σπίτι του. Στο εξής, η κυρία Τσακάλωφ θα τον αποκαλούσε «ο άτυχος».

Ο Πέτρος έγινε δεκατεσσάρων. Ανακάλυψε ότι του άρεσαν οι στολές. Ειδικά οι αγγλικές. Ήταν κόκκινες και μαύρες, είχαν τα πιο δυνατά χρώματα. Επίσης, η Ρωσία μισούσε τους άγγλους. Στον ίδιο βαθμό που συμπαθούσε τους γερμανούς. Η Ρωσία και η Αγγλία είχαν ανταγωνισμό παντού: Στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στην Ευρώπη, στην Κίνα. Η πραγματική αιτία του μίσους ήταν ο φόβος: Μήπως ο αγγλικός τρόπος επικρατούσε. Μήπως η Ρωσία των ευγενών και των στρατοκρατών, γινόταν μια χώρα των εμπόρων και των αστών.

Οι εφημερίδες και τα ζουρνάλ ήταν γεμάτα με τον αγγλικό στρατό. Ήταν παντού: Στο Κεμπέκ, στην βόρεια και νότια Αφρική, στην Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στην Ινδοκίνα, στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Ο Πέτρος συνέλεγε αποκόμματα. Η μητέρα του τον έβλεπε να διαβάζει σαν μεγάλος. Για κάποιο διάστημα τον καμάρωνε, έλεγε για αυτόν: «Ο Πέτια μου θα γίνει κάποτε σπουδαίος». 

Ο Πέτρος απόκτησε ένα στρατό από μολυβένια στρατιωτάκια. Έπαιζε με τις ώρες. Έφτιαχνε και ο ίδιος από ξύλο και χαρτί. Έβαζε το ρωσικό ιππικό να επιτίθεται στους άγγλους. Οι αγαπημένοι του παρατάσσονταν, σχημάτιζαν τη διάσημη λεπτή γραμμή τους και θέριζαν τους συμπατριώτες του.

Τα παιχνίδια του γίνονταν αρρωστημένα. Οι άγγλοι βασάνιζαν τους ρώσους αιχμάλωτους. Πετούσε στρατιωτάκια σε λακουβίτσες και τους έβαζε φωτιά. Μια μέρα δεν βρήκε τα στρατιωτάκια του. Ρώτησε την μητέρα του που ήταν. «Τα πέταξα», του απάντησε. «Όλα πρέπει να γίνονται με μέτρο». 

 

7.      1880 -οι τρεις μοίρες

 

Το 1880, την χρονιά που γεννήθηκε ο Πέτρος, η Αγγλία νίκησε το Αφγανιστάν. Το 1910 θα κατείχε το ένα τρίτο της Γης. Ήταν η πρώτη κοινοβουλευτική δημοκρατία και έγινε η μεγαλύτερη αυτοκρατορία της ιστορίας. Αντιφατικό; Όχι, μια διαλεκτική σχέση. Το ίδιο έτος η Γαλλία προσάρτησε την Ταϊτή. Θα κατακτούσε και την Ινδοκίνα. Ήταν η πρώτη λαϊκή δημοκρατία. Προσπάθησε τρεις φορές να γίνει αυτοκρατορία. Η πρώτη ήταν με τον Ναπολέοντα τον Α΄, η δεύτερη με τον Ναπολέοντα τον Γ΄, το 1880 προσπαθούσε ξανά.   

Την ίδια χρονιά πολέμησαν μεταξύ τους το Περού και η Χιλή. Πριν ανήκαν στους Ισπανούς, τότε είχαν ειρήνη. Τα έθνη ήταν οι μεσαίες τάξεις της βιομηχανικής εποχής. Η εθνική ενότητα ήταν η αντανάκλαση στη συνείδηση της οικονομικής και διοικητικής ενότητας. Η μεσαία τάξη προσπαθούσε να επεκταθεί. Ξεκινούσε ένα τεράστιο, διάχυτο έγκλημα. Η δημοκρατία ήταν το εργαλείο, η κουκούλα και το όπλο.

Ο δέκατος ένατος αιώνας είχε τρία ονόματα: Ήταν ο αιώνας των αυτοκρατοριών, ο αιώνας των εθνικών κρατών και ο αιώνας των δημοκρατιών. Τα μεγέθη αυτά ήταν παράλληλα. Ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε δημοκρατίας ήταν ο εσωτερικός. Το απέδειξαν οι εξεγέρσεις της Νέας Υόρκης, το 1863 και του Παρισιού το 1870. Οι διαφορές λύθηκαν με τα κανόνια. Το 1870, ο εθνικός εχθρός, οι Γερμανοί, κάθονταν έξω από το Παρίσι και κοιτούσαν.

Στην Ρωσία, η μεσαία τάξη ήταν παρδαλή. Σχεδόν κανείς τους δεν εργαζόταν πραγματικά. Αποτελείτο από στρατιωτικούς, μικρούς ευγενείς, διανοούμενους, «μανδαρίνους», κατώτερους δημόσιους υπαλλήλους που τους απέλυαν για να προσλάβουν στη θέση τους άλλους, κληρικούς, μοναχούς, απατεώνες και τους συγγενείς τους. Το 1880, όλοι αυτοί ζητούσαν σύνταγμα. Συγχρόνως, ήταν θιασώτες του ρώσικου ιμπεριαλισμού, κήρυκες του πανσλαβισμού, ιεροκήρυκες της ορθοδοξίας.

Πάνω από την κούνια του μωρού συγκεντρώθηκαν οι τρεις μοίρες: Η ιστορία, η κοινωνία και η οικογένεια.  Άπλωσαν τα ραβδάκια τους στο μωρό. Η πρώτη το ευλόγησε: Το 1880, η οικονομία περνούσε από την μαζική παραγωγή στη μαζική κατανάλωση. Άρχιζε η εποχή της τυποποίησης. Αναπτύσσονταν οι χώρες με τους συμπαγείς πληθυσμούς: Οι Πολιτείες της Αμερικής, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ρωσία.

Η πατρίδα του Πέτρου γέμισε εργοστάσια. Πλημμύρισε την Ευρώπη με σιτηρά και βούτυρο. Μέχρι τότε έφτιαχνε μονο σκούπες. Το 1950, ξεπέρασε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη. Έγινε η δεύτερη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη. Η ιστορία την έκανε ένα δυνατό άτι. Ο Πέτρος καβάλησε πάνω του.

Ακολούθησε το ραβδάκι της κοινωνίας: Όλοι στη Ρωσία ζητούσαν αλλαγές. Ήθελαν μια νέα ανισότητα: Να κυριαρχήσουν όσοι θα είχαν την πολιτική εξουσία. Ήθελαν μια νέα ανηθικότητα: Να κυριαρχήσουν οι αρχηγοί των πολιτικών ομάδων.  Το 1881, οι μηδενιστές δολοφόνησαν τον τσάρο. Το παλάτι ενίσχυσε την Οχράνα. Άπλωσε τα δίκτυα της παντού. Ο Πέτρος χρησιμοποίησε την Οχράνα και τη νέα ανισότητα, παραδόθηκε στη νέα ανηθικότητα.

Η τρίτη μοίρα ήταν η οικογένεια. Ο Πέτρος έγινε ένα τέρας. Μα ίσως να ίσχυσαν τα λόγια του ποιητή: Το τραύμα «να ήταν ένα θαύμα». Ίσως το κακό να λειτούργησε σαν δώρο.

 

 

8.      Η λάμπα πυρακτώσεως και η διαλεκτική

 

Ο Πέτρος μισούσε τη μητέρα του, την οικογένεια του, την πατρίδα του και τον λαό της. Η Αγία Ρωσία ήταν γι’ αυτόν η πόρνη Βαβυλώνα. Τα παιδιά στην επαρχία πέθαιναν μωρά, επειδή οι μάνες τους τα τάιζαν λαρδί. Ήταν μια αλυσιδωτή αντίδραση που την προκαλούσε η ανέχεια. Πέθαιναν κατά εκατομμύρια. Γίνονταν πουλιά. Σκέπαζαν τον ουρανό.

Ο στρατός έκαιγε τα ξένα χωριά. Οι άγιοι στρατιώτες βίαζαν ομαδικά.  Προηγουμένως έκαναν τον σταυρό τους. Ο νεαρός Τσακάλωφ τους μισούσε. Τι σύμπτωση! Το 1882, ο Ερρίκος Ύψεν έγραψε τον Εχθρό του Λαού. Η «αρρώστια» του Πέτρου κυκλοφορούσε. Αργότερα, κάπου το 1917, ο Πέτρος άλλαξε γνώμη: Αισθάνθηκε την ενότητα των πάντων, αισθάνθηκε ότι οι μικρές ψεύτικες ενότητες ήταν είδωλα μιας μεγάλης αληθινής.  

Το 1880, έγινε κάτι ακόμα: Στην Αμερική εφευρέθηκε η λάμπα πυρακτώσεως. Ξεκίνησε η βιομηχανική της παραγωγή. Ο Πέτρος τις συμπαθούσε εκείνες τις Πολιτείες. Μετά το 1900, τις θεωρούσε την πρωτοπορία της ανθρωπότητας. Η λάμπα ήταν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της υλιστικής διαλεκτικής. Το φως νικούσε το σκοτάδι, με έναν τρόπο που δεν φαντάστηκαν ούτε οι ιερείς, ούτε οι φιλόσοφοι. Μέσα από τη διαλεκτική της καθημερινής πράξης, πραγματοποιείτο το αίτημα του Γκαίτε για «περισσότερο φως». Κάπου το 1917 ο Πέτρος κατάλαβε κάτι ακόμα, η πράξη θα επαναπροσδιόριζε το φως, θα επαναπροσδιόριζε και τον λαμπτήρα.


Συνεχίζεται ...

 

                                                                 Άγγελος Χ. Μπατουδάκης


  • ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
  • ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών - Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Rating: 5 Reviewed By: SIGMA ONLINE TELEVISION