Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών – Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 Aπολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας … 

Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά  και σας ταξιδεύει  σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ανθρωποθεός

 

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η πέμπτη μέρα της συνέντευξης

 

               1. Η καθυστερημένη θυσία, ο νέος θεός, Υπέρτατος Θεός εναντίον Λόγου,ο κόσμος είναι πιο άγιος από το Θεό

 

            Στην πέμπτη συνάντηση, ο Βασίλης πήρε και διάβασε την Καθυστερημένη Θυσία. Ήταν ο φιλοσοφικός διάλογος που έγραψε ο Πεντρένσκι μετά τη συνάντηση με τον Αλεξέι. Ο δεύτερος τίτλος του ήταν Υπέρτατος Θεός εναντίον Λόγου.

Ελληνιστική Αίγυπτος, τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ. Μια πόλη στις όχθες του Νείλου. Χαμηλά σπίτια με επίπεδες σκεπές. Σε μια απ’ αυτές κάθονταν τέσσερα άτομα, ένας αξιωματικός από το Λάτιο, ο Αρχίλοχος ο δορυφόρος του, που ήταν ένας εξελληνισμένος σύριος, ένας έλληνας χριστιανός έμπορος και τέλος ο Πίνχας, ένας ιουδαίος, ομότεχνος του προηγούμενου.  

Ο χριστιανός ήταν κρατούμενος. Είχε προσβάλει τη Ρώμη. Καθυστερούσε τη θυσία του στους θεούς της. Ο λόγος ήταν ότι τσιγκουνευόταν τα λεφτά. Τον συνέλαβαν.  Προσπάθησε να τα μπαλώσει. Έστειλε έναν ειδωλολάτρη φίλο του να κάνει τη θυσία στη θέση του. Η Ρώμη ήταν ανεκτική σε αυτά. Επίσης, έκανε με το διοικητή μια συμφωνία: Να τον πηγαινοφέρνουν μέχρι να έρθουν τα αποδεικτικά της θυσίας. Η συμφωνία του κόστισε τρία δώρα: Ένα μεγάλο για το διοικητή, ένα μέτριο για τον αξιωματικό και ένα γεύμα σε ταβέρνα για τον Αρχίλοχο.

Επίσης ζήτησε μια χάρη: Να μη μάθουν τη σύλληψή του η σύζυγός του και η γειτονιά. Ο αξιωματικός και ο δορυφόρος τον φρουρούσαν διακριτικά. Περπατούσαν άσκοπα. Ο Πίνχας τους ακολούθησε. Ήθελε να συμπαρασταθεί στον ομότεχνό του. Όταν εκείνοι οι τρεις ανέβηκαν στην ταράτσα, ανέβηκε ξοπίσω τους. Τους πρόσφερε άρτους,  χουρμάδες και σύκα.

Μετά το φαγητό, ο Λατίνος και ο Πίνχας έπιασαν συζήτηση. Την έκαναν στα ελληνικά της εποχής τους. Είχαν θέμα ένα νέο θεό. Συζητούσαν γι’ αυτόν παντού, σε όλα τα λιμάνια και τα παζάρια, από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Αντιόχεια. Τον έλεγαν Λόγο. Μέχρι τότε τον ήξεραν μόνο οι φιλόσοφοι, ούτε καν οι ποιητές! Ο χριστιανός δεν συμμετείχε στον καυγά. Δεν ήξερε ότι κάποιοι δικοί του ονόμαζαν Λόγο τον Χριστό του. 

Οι φιλόσοφοι είχαν τον Λόγο για τον πιο μεγάλο θεό. Πριν από αυτόν, είχαν στη θέση του τον Νου. Είχε δημιουργήσει τον κόσμο με την σκέψη του. Ήταν ένας Γιαχβέ χωρίς φτερά και χέρια. Κάποια στιγμή όμως πρόσεξαν ότι η σκέψη άλλαζε. Ότι κινείτο δεξιά, αριστερά και μπροστά με ένα λόγο. Είδαν το θεό Λόγο δίπλα στον παλιό θεό Νου. Ύστερα ο Νους χάθηκε. Δεν του άξιζε να είναι θεός. Κάθε σκέψη του αναιρείτο από μια επόμενη. Οι σκέψεις του ήταν ασήμαντες όπως τα κύματα μέσα στη θάλασσα. Σκέφτηκαν ότι τελικά ο πραγματικός δημιουργός ήταν ο Λόγος.


Ύστερα κατέληξαν στο εξής: Ο Λόγος υπήρχε από την αρχή, προτού οι θεοί νικήσουν το Χάος. Γέννησε τους αρχαίους θεούς, τον ένα μέσα από τον άλλο. Μέσα από το Χάος, τη Γαία, τον Έρεβο και τη Νύχτα, γέννησε χρησιμοποιώντας τον Έρωτα, τους θεούς Χρόνο, Αδράστεια, Αιθέρα, Ημέρα, Στύγα, Χάροντα, Ύπνο, Θάνατο, τους Εκατόχειρες, τον Κέρβερο, την Αλφαία, τον Ουρανό, τον Κρόνο, τους Τιτάνες, τους Γίγαντες, τους δώδεκα θεούς. Και κάτι ακόμα: Ο περίεργος θεός Έρωτας, ο συνομίληκος του Χάους και της Γης, ίσως να ήταν προσωπείο του Λόγου. Σε κάθε περίπτωση, ο Λόγος ήταν πριν και πάνω από όλα.

Δεν καθόταν στην κορυφή του κόσμου  –όπως καθόταν ο Δίας. Ούτε στο κέντρο της πόλης, όπως ο Βαάλ. Δεν παρείχε όπως παρείχαν οι Ήλιος, Ίσιδα, Αστάρτη, Αφροδίτη, Απόλλωνας και Διόνυσος, την ζωή, την ενότητα, την πολιτική τάξη, την αρμονία, τον οργασμό, ούτε κυβερνούσε δίνοντας διαταγές όπως ο Γιαχβέ.  Ήταν μέσα στα πάντα, ήταν τα πάντα, περιέβαλε τα πάντα, τα πάντα κινούνταν από αυτόν και άλλαζαν σύμφωνα με αυτόν. Ήταν η μεταβολή των μορφών.

Οι αλλαγές ήταν ανάγκη, γι’ αυτό η Αδράστεια γεννήθηκε στην αρχή. Το κάθε τι αναζητούσε μια τελική μορφή. Την είχε μέσα του. Προσπαθούσε να την φτάσει. Ο σπόρος είχε μέσα του μια τριανταφυλλιά. Είχε μέσα του τα κλαδιά, τα φύλλα, τα αγκάθια, τα τριαντάφυλλα. Είχε μέσα του την τριανταφυλλιά μέχρι το τέλος, όπως θα ήταν όταν θα ψήλωνε και θα κάλυπτε ένα τοίχο.

Υπήρχε ένας μεγάλος Λόγος, που ήταν η αιτία και η δύναμη των μικρών λόγων, και συγχρόνως τα μέτρα όλων τους και η αρμονία στις αλλαγές τους. Κάθε κλαδί μεγάλωνε διαφορετικά, μέσα στο χώρο που του όριζαν τα άλλα. Τα μέτρα του προσαρμόζονταν στα μέτρα των υπολοίπων.   

Ο νέος θεός δεν έχτιζε.  Ούτε έδινε εντολές. Ήταν μια διαρκής μουσική σαν εκείνη του Απόλλωνα που έκτισε τα τείχη της Θήβας. Σαν μουσική έκτιζε το σύμπαν, έφτιαχνε τον κόσμο όπως το ζητούσε ο ίδιος ο κόσμος. Ο κόσμος πάλι, ζητούσε εκείνο που θα ήθελε ο Λόγος. Οι αλλαγές των μορφών ήταν γεμάτες πόνο, σαν τον πόνο του Μίθρα ή του Άπι ή του Διόνυσου. Οι πονεμένοι θεοί ήταν πρόσωπα του Λόγου.  Μα μάλλον το πιο συνηθισμένο του πρόσωπο ήταν ο Έρωτας των ποιητών.

Ο Λόγος ήταν παντοδύναμος σαν τον Ιεχωβά. Παγκόσμιος σαν τον Ήλιο. Χάριζε την αρμονία στους ανθρώπους, όπως ο Απόλλωνας. Χάριζε την αρμονία στο σύμπαν, όπως η Αστάρτη. Χάριζε την αγάπ, που έκανε το λιοντάρι να κοιμάται με το αρνί, σαν την Αφροδίτη. Η ουσία του ήταν η ουσία του κόσμου: Τα πάντα κινούνταν προς όλα. Και προς το τέλος τους. 

Το τέλος τους ποιό ήταν; Ποιός ήταν ο εαυτός τους; Κάποιοι έλεγαν ότι τα πάντα ζητούσαν να γίνουν τα πάντα. Έλεγαν ότι  ο κόσμος δεν ζητούσε το φως, ότι ζητούσε την πλήρη ζωή, τη ζωή από την οποία ερχόταν. Ότι «η ζωή ήν το φως των ανθρώπων».

Η στέγη πρόσφερε μια καταπληκτική θέα. Περνούσε πάνω από όλη την πόλη. Έφτανε μέχρι την πλάτη του ποταμού, μέχρι την κίτρινη έρημο. 

Ο αξιωματικός πίστευε στο θεό Λόγο της εποχής του, των στωϊκών και των νεοπλατωνικών, τον θεό Λόγο της αλλαγής και του αίματος που έπαιρνε το πρόσωπο του Μίθρα. Για χάρη του θυσίασε ένα σωρό ταύρους. Ο Πίνχας πίστευε στον Ιεχωβά: «Eν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Στην συζήτηση πήρε μέρος και ο Αρχίλοχος. Πίστευε και εκείνος στον Λόγο. Σε ένα διαφορετικό όμως. Έλεγε τα λόγια του Ηράκλειτου: «Τον κόσμο αυτό, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός, ούτε άνθρωπος τον δημιούργησε. Μα ήταν πάντα και είναι και θα είναι φωτιά αιώνια ζωντανή, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο».

«Φωτιά αιώνια και ζωντανή;», ρώτησε ο λατίνος. «Μα αυτό είναι θεός! Είναι ζωντανό και αιώνιο».


Ο Πίνχας συγκέντρωσε τη συζήτηση στα «μέτρα». Τα θεωρούσε απόδειξη της ύπαρξής του Γιαχβέ. Δημιούργησε τον κόσμο με εντολές. Έθεσε μέτρα, κανόνες, τρόπους. Τα φυτά  άνθιζαν κάθε άνοιξη. Οι άνθρωποι όφειλαν να είναι ταπεινοί και δίκαιοι αλλιώς τους κατέστρεφε. Οι έλληνες είχαν βέβαια την θεά Νέμεση, αλλά ήταν πολύ μικρή θεά για τόσα πολλά μέτρα παντού.

Ο σύριος διαφώνησε: Τα μέτρα, οι κανόνες, οι τρόποι δεν ήταν θεϊκές εντολές. Ήταν ο ξεχωριστός λόγος του καθενός, η φωτιά του, που σταματούσε όταν συναντούσε τους λόγους, τις φωτιές των άλλων. Ακριβώς όπως σε ένα δέντρο, κάθε κλαδί περιοριζόταν από τα υπόλοιπα κλαδιά. Τα μέτρα, οι κανόνες, οι τρόποι, δεν ήταν σταθερά, αιώνια και αμετάβλητα. Συνεχώς άλλαζαν. Τα πιο ευμετάβλητα ήταν τα ήθη και τα πολιτεύματα. Όλοι οι λαοί ήταν διαφορετικοί. Αυτό ήταν  απόδειξη ότι τα ήθη δεν τα έβαλε ο Ιεχωβάς. Η Νέμεση δεν υπερασπιζόταν τα σταθερά μέτρα, τιμωρούσε την ύβρι, την προσβολή των ξένων μέτρων. Οι υβριστές πάλι δεν καταστρέφονταν από κάποιο θείο νόμο. Καταστρέφονταν επειδή συγκρούονταν συνεχώς.

«Γιατί το έτος διαρκεί τριακόσιες εξήντα μέρες;», ρώτησε ο Πίνχας. «Γιατί δεν αλλάζει η διάρκειά του; Γιατί οι δρόμοι των άστρων είναι σταθεροί;. Γιατί τα φυτά ανθίζουν πάντα την άνοιξη;».

Ο Αρχίλοχος είχε έτοιμη την απάντηση: Τα σταθερά μέτρα ήταν αποτέλεσμα της σταθερότητας των μικρών λόγων. Τα φυτά άνθιζαν την άνοιξη, επειδή τότε πλησίαζε ο ήλιος τη Γη. Με το πλησίασμά του, δυνάμωνε η εσωτερική φωτιά τους. Αν ο ήλιος πλησίαζε δύο φορές τον χρόνο, θα άνθιζαν δυο φορές. «Ούτε οι δρόμοι των αστεριών είναι σταθεροί», είπε ο σύριος. Ο Πίνχας τον κοίταξε με οργή. Είχε ακούσει τη μεγαλύτερη βλασφημία. Ταράχτηκε και ο λατίνος. Αν οι δρόμοι τους δεν ήταν σταθεροί, τότε δεν τους είχαν χαράξει οι θεοί.

«Στην πατρίδα μου πήγαινα σε μια συναγωγή», τους είπε ο σύριος. «Μιλούσε ένας ραβίνος, μάγος από την Βαβυλώνα. Έλεγε ότι τα άστρα αλλάζουν συνέχεια τους δρόμους τους. Ότι προσπαθούν να κάνουν ταυτόχρονα δυο πράγματα: Να μην συγκρούονται με τα υπόλοιπα, και να κρατούν με αυτά μια σταθερή απόσταση, αλλά οι δρόμοι τους δεν είναι σταθεροί».

Ο Πίνχας κάθισε. Έγειρε το κεφάλι του. Οι ιουδαίοι της Βαβυλώνας ήταν αυθεντίες. Ήταν οι πιο αξιοσέβαστοι. Είχαν οργανώσει την επιστροφή του Ισραήλ.  Ήξεραν για τα άστρα τα πάντα. Γιατί τα άστρα έκαναν κάτι τέτοιο;  «Ίσως να το κάνουν οι θεοί που κατοικούν εκεί», του είπε ο λατίνος.

«Δεν υπάρχουν σταθερές τροχιές, σύντροφε Βασίλη», είπε ο Πεντρένσκι. «Μεταβάλλονται συνέχεια. Έχω μιλήσει με τους επιστήμονες των διαστημικών προγραμμάτων. Η βαρύτητα δεν βγαίνει μέσα από τα αστέρια. Είναι κάτι ανάμεσά τους. Κάτι ολόγυρά τους. Αυτό το ξέρουμε από την εποχή του Αινστάιν».

«Σε κάθε περίπτωση, είναι η βαρύτητα που διατηρεί σταθερό το ηλιακό μας σύστημα, σύντροφε!».

«Υπάρχει ένας γενικός Λόγος σε όλο στο σύμπαν. Και μερικότεροι λόγοι σε κάθε σημείο του. Όλοι αυτοί δημιουργούν πεδία. Η ύλη εμφανίζεται ανάλογα με τις τιμές σε αυτά. Αλλού εμφανίζεται πυκνή αλλού λεπτή. Πιστεύω ότι κάθε κίνηση είναι μια επανεμφάνιση που ορίζεται από τις τιμές. Πιστεύω ότι το ίδιο σώμα αποτελείται από άπειρες επανεμφανίσεις παντού. Εμείς βλέπουμε μόνο κάποιες από αυτές και τις αποκαλούμε κίνηση». Ο Πεντρένσκι έγραψε τον διάλογο το 1954. Από τότε τον διόρθωνε συνέχεια. Ίσως να πέθαινε χωρίς να τον τελείωνε.


            Ο δορυφόρος πήγε σε μια γλάστρα με λουλουδάκια. Πήρε στο χέρι του ένα από αυτά. Τους είπε ότι κάθε επόμενη στιγμή γεννιόταν ένας νέος κόσμος, ότι μαραίνονταν και άνθιζαν μυριάδες φύλλα, ότι έσκαβαν πιο βαθιά την αμουδιά μυριάδες κύματα, ότι κτίζονταν και γκρεμίζονταν μυριάδες σπίτια, σε μυριάδες ακτές.

«Το θέμα δεν είναι ποιος θεός έφτιαξε τον κόσμο», είπε. «Αλλά ποιος τον φτιάχνει συνέχεια, την κάθε στιγμή».

«Τον έφτιαξε ο Ιεχωβάς», είπε ο Πίνχας. «Και έβαλε τους νόμους των αλλαγών».

            «Ούτε οι νόμοι των αλλαγών είναι σταθεροί. Πόσες φορές τους άλλαξε ο Θεός σου;».

Ο σύριος σήκωσε το ένα του χέρι, δίπλωσε με το άλλο χέρι τον χιτώνα του:

«Όλα γίνονται μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος τα γεννάει όλα. Τα πράγματα υποτάσσονται στη ροή των προηγούμενων εαυτών του σύμπαντος και περισσότερο στη δική τους προηγούμενη ροή. Ο πρώτος μεγάλος θεός ήταν ο Κρόνος, o χρόνος».

Ο αξιωματικός τον διέκοψε, σήκωσε το χέρι του και την άκρη του μανδύα του:

«Υπάρχει ένας Υπέρτατος Θεός, είναι ο Θεός της αλήθειας, ο πατέρας των πάντων. Είναι απόλυτα αγαθός, υπάρχει έξω από τον κόσμο μας. Κάνει τα πάντα να υπάρχουν. Δεν είναι αντιληπτός. Είναι απροσπέλαστος. Κάτω από αυτόν υπάρχει ένας άλλος Θεός, πιο μικρός, ο Λόγος, ο Θεός Δημιουργός, που δημιούργησε τον κόσμο και τον δημιουργεί διαρκώς. Αλλά είναι κάτω από τον Υπέρτατο Θεό. Ο Υπέρτατος δίνει την ύπαρξη, ο Λόγος τη μορφή».

«Αυτό το λένε και κάποιοι δικοί μας, οι Θεραπευτές», παρατήρησε ο Πίνχας. «Πιστεύουν ότι ο Λόγος είναι το μόνο δημιούργημα του Γιαχβέ, ετι εκείνος με τη σειρά του δημιούργησε όλα τα υπόλοιπα. Μαζί τους συμφώνησε και ο Φίλωνας».

Ο σύρος τον κοίταξε έκπληκτος. Ο Φίλωνας ήταν ο  μεγαλύτερος ιουδαίος φιλόσοφος της εποχής τους. Τον σέβονταν ακόμα και οι έλληνες. «Τις ξέρω αυτές τις θεωρίες», απάντησε ο Λατίνος. Σήκωσε την άκρη του χιτώνα του. «Ο Λόγος όμως δεν γεννήθηκε από τον Υπέρτατο Θεό απευθείας. Στο απώτατο παρελθόν, ο Υπέρτατος Θεός απέκτησε απογόνους. Ήταν οι Αιώνες. Αυτοί σε ζεύγη, παρήγαγαν δικούς τους απογόνους. Ο Αιώνας Σοφία αποχωρίστηκε ακόμα περισσότερο. Γέννησε ένα δικό του απόγονο, τον Θεό Δημιουργό, τον Λόγο».

«Όλα αυτά είναι ένα τεχνάσματα!», είπε ο Αρχίλοχος. «Σας αποδείξαμε ότι όλα τα κάνει ο Λόγος. Οι ιουδαίοι για να σώσουν τον Γιαχβέ τον έκαναν υπηρέτη του. Οι στωικοί για να σώοουν τον Υπέρτατο Θεό χρησιμοποίησαν τους Αιώνες, δηλαδή τον χρόνο, προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Λόγο σαν μια σταδιακή έκπτωση του Νου, μια έκπτωση που έγινε μέσα στο χρόνο».  

Η λέξη «έκπτωση» πρόσβαλε τον λατίνο. «Ο Υπέρτατος Θεός δεν εκπίπτει! Οι απόγονοί του οι Αιώνες δεν είναι εκπτώσεις του».

«Ναι, κατάλαβα», τον κάλμαρε ο σύριος. «Οι Αιώνες είναι κάτι σαν το Άγιο Πνεύμα του χριστιανού».

«Ίσως να εκπίπτει ο θεός Λόγος», είπε ο λατίνος. «Οι αλλαγές που κάνει δεν είναι σταθερές, ίσως να τις ελέγχει ο Αιώνας Σοφία».

«Ο Λόγος αλλάζει επειδή υπακούει στον κόσμο», απάντησε ο Αρχίλοχος.

            «Οι άνθρωποι θέλουν να ξεφύγουν από την επικράτεια του Λόγου, θέλουν να επιστρέψουν στον θεό της αλήθειας, τον Υπέρτατο Θεό, εκεί που όλα είναι σταθερά».

«Γιατί το κάνουν αυτό;» ρώτησε ο Πίνχας.

«Επειδή έχουν μέσα τους τον Αιώνα Σοφία. Αυτός ο Αιώνας εξέπεσε από την θεϊκή επικράτεια. Αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στον υλικό κόσμο, μέσα στους ανθρώπους. Έτσι αυτοί έχουν την θεϊκή σπίθα. Η σπίθα αυτή γεννάει την ανάμνηση. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αγγίξουν τα ανώτερα επίπεδα. Να βυθιστούν στον Υπέρτατο Θεό. Αλλά αυτή η ένωση είναι αδύνατη. Ο Υπέρτατος Θεός είναι αγαθός. Αντίθετα, ο κόσμος ήταν φτιαγμένος από την βδελυρή ύλη, από κακία και πλάνη. Ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί μόνο με τον Λόγο. Ανήκουν στον ίδιο κόσμο».

«Ο υλικός κόσμος είναι καλύτερος από τον Υπέρτατο Θεό!» αντιμίλησε ο Αρχίλοχος.

«Όλοι ξέρουμε ότι κόσμος είναι αμαρτωλός και ατελής», είπε ο λατίνος. «Ξέρουμε ότι φυλακίζει την ψυχή μας στην δυστυχία!».

            «Ο κόσμος πρέπει να καταστραφεί με τη φωτιά!» φώναξε ο χριστιανός. «Από το πρωί πληρώνω για θυσίες και δώρα».

«Εσένα τον σύριο σε είδανε στην αγορά», φώναξε ο Πίνχας. «Ζητάς συνέχεια ψωμί και ψάρια. Δεν αρκείσαι στον μισθό σου. Ο κόσμος είναι αμαρτωλός. Χρειάζεται την φωτιά για να γίνει καινούργιος! Μακάρι αυτή να πέσει πάνω σου, Αρχίλοχε!».

«Η λεγεώνα μας φύλαγε τον Δούναβη», είπε ο αξιωματικός. «Σταματήσαμε μια φυλή. Πείνασαν και μας πούλησαν τα παιδιά τους. Τους δίναμε ένα σκυλί για κάθε παιδί. Αν μια οικογένεια μας έδινε τρία παιδιά, έπαιρνε τρία σκυλιά. Πούλησαν τα παιδιά τους και εξακολουθούσαν να πεινούν».

«Είμαστε πιο άγιοι από τον Υπέρτατο Θεό!», φώναξε ο Αρχίλοχος. «Δεν έχουμε ανάγκη να ενωθούμε μαζί του. Δεν έχουμε ανάγκη να σφάζουμε ταύρους».

             Πήρε μια βαθιά ανάσα. 

            «Ο Υπέρτατος Θεός είναι για να τον λατρεύουν οι πέτρες. Είναι οι μόνες που δεν αλλάζουν. Λατρεύοντάς τον, γίνεστε και εσείς πέτρες. Είμαστε άγιοι επειδή έχουμε το Λόγο. Χάνουμε τον εαυτό μας, τον σφάζουμε σαν τον Άπι, τον σταυρώνουμε σαν τον Διόνυσο. Ύστερα ο Άπις και ο Διόνυσος ανασταίνονται. Ανασταινόμαστε μαζί τους. Εσείς σφάζετε ταύρους για να γίνετε πέτρες».


Συνεχίζεται …

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης

 

 

 

  • ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
  • ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών – Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Rating: 5 Reviewed By: SIGMA ONLINE TELEVISION