Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών - Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

 Απολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας …

Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά  και σας ταξιδεύει  σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                                           Οι Khlysty

             

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ομάδα της Νάντια

 

 

1.      Η πτώση -η τυχερή θεία -η νέα Μεγάλη Αικατερίνη

 

            Η Νάντια γεννήθηκε στην Φινλανδία, σε ένα παλάτι δίπλα σε μια λίμνη. Ανήκε σε οικογένεια ευγενών με τίτλους που έφταναν στο Πρώτο Ράιχ. Δυο συγγενείς της ήταν στο Λάντανγκ, το κοινοβούλιο της ημιαυτόνομης πατρίδας της, χώρας της, άλλοι δυο ήταν στρατηγοί στο ρώσικο στρατό.  Ανέβηκε στο άλογο στα πέντε, κράτησε όπλο στα δώδεκα, στα δεκαπέντε συμμετείχε στα κυνήγια. Έμαθε ξιφασκία. Είχαν μια αίθουσα γεμάτη βιβλιοθήκες. Ήταν το αγαπημένο της καταφύγιο. Έπαιζε πιάνο με ένταση, σαν να την κατείχαν πνεύματα.

             Μικρή είχε τρεις νταντάδες και γύρω της έτρεχαν υπηρέτες. Τα Χριστούγεννα είχαν εκατοντάδες καλεσμένους. Στους κήπους υψώνονταν πυραμίδες από φρούτα και γλυκά. Έφερναν μπάντες με μουσικούς και τραγουδιστές. Μα όλα άλλαξαν γρήγορα. Στην εφηβεία της, τους συντηρούσαν οι συγγενείς τους. Στα δεκαοκτώ της τους άφησαν μόνους. Τότε ακριβώς, άρχισε να τρέχει η στέγη. Η επισκευή της άξιζε όσο το παλάτι ολόκληρο. Οι γονείς της και οι πρόγονοί της την καθυστερούσαν έναν αιώνα. Στα είκοσί της έσβησαν τα τζάκια. Ήταν τεράστια, γέμιζαν με κορμούς -ενώ των φτωχών με κουβάδες ξερόκλαδα. Οι πλούσιοι ήταν πάντα γεμάτοι αδιέξοδα. Οι γονείς της την έστειλαν στην Πετρούπολη. Σε μια πλούσια θεία. Την αποκαλούσαν «δούκισσα». 

            Εκείνη η θεία ήταν πολύ τυχερή, στα κοτέτσια της γεννούσαν και οι κόκορες.  Έπαιρνε τα νοίκια της στην ώρα τους. Είχε δώσει ένα δάνειο σε έναν βιομήχανο, την πλήρωνε κανονικά κάθε μήνα. Τα κτήματά της απέδιδαν. Στους υπόλοιπους  ευγενείς δεν απέδιδαν τίποτα. Τα χάριζαν στους χωρικούς τους. Μα εκείνοι δεν τα έπαιρναν.

Κάποιοι πίστευαν ότι ενεργούσε η θεία δικαιοσύνη.  Η «δούκισσα» στήριζε να σηκωθούν όσους γονάτιζαν. Ένας χωρικός έχασε το άλογό του, του χάρισε ένα άλλο. Στους ρακένδυτους χάριζε εισιτήρια για το θέατρο. Δεν έδινε όμως τίποτα στους ζητιάνους. Τους έλεγε: «Εγέρθητι. Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Μα όταν έβγαινε από τις εκκλησίες, άλλαζε. Μοίραζε όσα είχε πάνω της.

Όταν έφτασε η Νάντια, η «δούκισσα» έλειπε σε ταξίδι. Την έβαλαν στον ξενώνα. Η θεία επέστρεψε μετά από λίγες μέρες. Ήταν νύχτα, μπήκε αθόρυβα. Το πρωί έψαξε μια γωνιά με ήλιο. Την ακολούθησαν οι υπηρέτριες σηκώνοντας την καρέκλα της.  Έφτασαν στο σαλόνι της ξιφασκίας. Ένας αξιωματικός μονομαχούσε με ένα αγόρι. Η δούκισσα είδε τα αποτελέσματα.  Το αγόρι είχε τρεις νίκες, ο αξιωματικός καμία. Οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Το αγόρι νίκησε και τέταρτη φορά. Έβγαλε τη μάσκα του. Ήταν η Νάντια.  Είχε ξανθά μαλλιά, λευκό δέρμα, κορμί αγροτόπαιδου. Συστήθηκε. Η θεία την θυμήθηκε. Της χάιδεψε τα μαλλιά.

«Δεν έχω δει πιο όμορφο πλάσμα», είπε στην ανιψιά της. «Είσαι κοντούλα σαν τη Μεγάλη Αικατερίνη». Η Νάντια το έδεσε. Το έλεγε παντού. Στην Οχράνα την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «η Μεγάλη Αικατερίνη».

 

 

2.      Τα συνοικέσια και τα νέα κοσμήματα -οι μονόλοτοι της θείας -το Χρυσό Πουλί της Φωτιάς

 

 

Η ανιψιά ήταν μια αδίστακτη πεντάμορφη. Η Πετρούπολη ήταν γεμάτη από τέτοιες. Έδειχναν εύθραυστες και αθώες. Μα είχαν καρδιά πληρωμένου φονιά. Η θεία εξέτασε το  «φινλανδικό πρόβλημα». Είχε μόνο μία λύση: Έναν πλούσιο γάμο. Όπως εκείνος που είχε κάνει και η ίδια στα νιάτα της. Και αν σύζυγος ήταν γέρος; Αν πέθαινε νωρίς; Η χήρα θα ξέπεφτε στους νεαρούς εραστές. Ήταν όλοι τους παλιάνθρωποι. Τέλος πάντων. Δεν μπορούσαν να ήταν όλα τέλεια.

Άρχισαν τα συνοικέσια. Η Νάντια μιλούσε επιτηδευμένα. Επεδείκνυε τις γνώσεις της. Επίσης, φορούσε τα «νέα κοσμήματα». Τις ιδέες από το Παρίσι και το Βερολίνο. Αιτία ήταν η ματαιοδοξία. Τα φορούσε επειδή τα φορούσαν όλοι οι νέοι ευγενείς. Τους έκαναν να νιώθουν σπουδαίοι. Οι υποψήφιοι όμως λάκιζαν. Η θεία της χάρισε ένα σταυρό με διαμάντια. «Να αφήσεις τα άλλα κοσμήματα», της είπε.  

Η Νάντια δεν τα άφησε. Πίσω από εκείνες τις ιδέες κρυβόταν κάτι παντοδύναμο: Η επιθυμία της μεσαίας τάξης για εξουσία και ευτυχία. Η Νάντια είχε χάσει την παλιά της θέση. Ανήκε πια στους φτωχούς ευγενείς. Είχε αλλάξει προσδοκίες.

Η θεία υποστήριζε τον τσάρο και το καθεστώς. Αντιπαθούσε κάθε τι καινούργιο. «Μα τι θέλουν οι επαναστάτες;» μονολογούσε μεγαλόφωνα. «Ισότητα; Οι άνθρωποι είναι ήδη ίσοι. Ζουν όλοι εβδομήντα πέντε χρόνια. Κοιμούνται όλοι σε ένα κρεβάτι. Κανείς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ταυτόχρονα σε δυο. Αυτό το τελευταίο το παρατήρησε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο κόσμος είναι γεμάτος σκληρότητα, ναι. Δεν υπάρχει όμως ανισότητα. Ο Θεός έβαλε την ισότητα στον κόσμο από την αρχή».

Η Νάντια γινόταν κόκκινη από το θυμό της. Δεν άντεχε τα μαθήματα. «Οι επαναστάτες, θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο», μονολογούσε η θεία. «Μα όλα αλλάζουν συνέχεια». Είχε δίκιο. Επί τέσσερις αιώνες το Παλάτι έκανε μια «διαρκή επανάσταση, από τα πάνω». Πίεζε την μεσαιωνική Ρωσία να γίνει ευρωπαϊκό κράτος. Κυνηγούσε την Ευρώπη να την φτάσει. Ο Ιβάν ο Τρομερός δολοφόνησε αμέτρητους μπογιάρους. Το ίδιο έκανε και ο Μεγάλος Πέτρος. Σκότωσε τόσους πολλούς που τον έκαναν μύθο: Έλεγαν ότι μεταμφιεζόταν, ότι κρατούσε ο ίδιος το τσεκούρι.

Η επανάσταση «από πάνω» γινόταν και στην Αγγλία. Ήταν η «πρωτογενής συσώρρευση κεφαλαίου», του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα. Γινόταν και σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ο «μερκαντιλισμός». Ξεκίνησε τον δέκατο όγδοο αιώνα και έφτασε μέχρι τον δέκατο ένατο. Η κρατική ενίσχυση της βιομηχανίας έφτιαξε την Γερμανία και την Ιταλία. Στην  Ιαπωνία ο αυτοκράτορας Μεϊτζί έκανε το ίδιο. Στις Πολιτείες, η «επανάσταση από πάνω» κατέλαβε το μισό Μεξικό, έκανε τον εμφύλιο, έφτιαξε το δίκτυο σιδηροδρόμων, μοίρασε κρατικά εδάφη στους νέους αγρότες.

Οι άγγλοι μετέφεραν την επανάσταση στην Ινδία. Η επανάσταση «από πάνω» απλώθηκε παντού στον Τρίτο Κόσμο. Δημιούργησε τις μεσαίες τάξεις και τους εθνικιστές.  

            Η θεία άλλαξε κυνηγότοπους. Πήγαινε την ανηψιά της στους χορούς. Οι άνδρες κάρφωναν την Νάντια με τα μάτια τους, ρέμβαζαν. Επιτέλους, μια γυναίκα θεά! Υποσχόταν ένα μεγάλο έρωτα που θα οδηγούσε στη σωτηρία της ψυχής. Είχε ένα πόνο στο βλέμμα της. Σαν την Αναστάζια Φιλίποβνα στον Ηλίθιο. Την πλησίαζαν. Τα λόγια της τους μπέρδευαν.

Μια μέρα, η Νάντια κάθισε σε ένα πιάνο. Τα χέρια της τα οδήγησε ένα πνεύμα. Όλοι σώπασαν. Την πλησίασε ένας κύριος. «Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκι!» της είπε. «Έπαιζε σαν εσάς». Η Νάντια χαμογέλασε. Κολακεύτηκε. Ξεκίνησε ένα νέο κομμάτι. Όταν τελείωσε, τίναξε τα μαλλιά της. Κοίταξε τον κύριο. Ήταν ένας κομψός μεσήλικας. Είχε πλατινένια μαλλιά. Ήταν γοητευτικός. 

Τον πλησίασε. Τον ρώτησε για την Μπλαβάτσκι. «Ήταν ένα πυροτέχνημα», της είπε. «Ανήκε στην πιο ευγενή οικογένεια. Είχε συγγενείς στα ανώτατα αξιώματα. Γύρισε τον κόσμο σαν αλήτης. Κατέληξε απατεώνας. Της άξιζε η φυλακή. Αλλά κανείς δεν είχε το κουράγιο να το κάνει».

«Ποιός είσαστε;» τον ρώτησε η Νάντια.  

«Ο μοναδικός αξιωματικός της Οχράνα χωρίς γένια».

«Λένε, ότι είσαστε οι διάδοχοι των Οπρίτσνικι».

Ήταν η μαύρη σωματοφυλακή του Ιβάν του Τρομερού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Ναι, έτσι έλεγαν.

«Λένε, ότι το 1812 κάψατε την Μόσχα».

«Ναι, το έκαναν οι πράκτορες του τσάρου. Όμως δεν ήμασταν εμείς. Το Γραφείο μας ιδρύθηκε μισό αιώνα μετά».

«Λένε, ότι τότε απλώς λάβατε επίσημη υπόσταση».

Του ζήτησε να την βάλει στην Οχράνα. Ο συνομιλητής της έκανε ένα βήμα πίσω. Εξέτασε το πρόσωπό της. Υπέροχες γωνίες, θεληματικότητα και διανοητικότητα. Τα μάτια του την κατέφαγαν. «Δεν είσαι η Μπλαβάτσκι», της είπε. «Είσαι το Χρυσό Πουλί της Φωτιάς!». Ήταν ένα πνεύμα. Το συνάντησε σε μια πνευματιστική αναζήτηση.

Η θεία πλησίασε. Πήρε την Νάντια παράμερα. «Ο Νικήτα είναι παντρεμένος!» της είπε. «Έχει φιλήδονα χείλη. Πρόσεξε μην χάσεις την τιμή σου». Την επόμενη μέρα έφτασε στο μέγαρο μια ανθοδέσμη. Ήταν από σπάνια λουλούδια. Το μπιλιέτο έγραφε: «Στο Χρυσό Πουλί της Φωτιάς». 

3. Το πογκρόμ του 1902 -η άνοδος της Γερμανίας -εβραίοι, ένα πραγματικό πρόβλημα με ένα ψεύτικο όνομα

 

Δεκέμβριος του 1902, Πετρούπολη, σταθμός του Πέτερχοφ. Η ομάδα περίμενε το τρένο. Μαζί της ήταν άλλες τρεις ομάδες. Ήταν συνολικά είκοσι τέσσερα άτομα. Θα έκαναν επίθεση σε ένα στεντλ, σε ένα χωριό σαν την Ανατέβκα στο Βιολιστή στη Στέγη. Θα γίνονταν επιθέσεις και σε άλλα στεντλ, από άλλους. Θα συνεργάζονταν και παρακρατικοί. Οι εφημερίδες θα έκαναν συνεχείς δημοσιεύσεις. Έπρεπε να τρομοκρατηθούν οι ιουδαίοι. Να μεταναστεύσουν. Να πάνε στην Ευρώπη ή στην Αμερική.

Η Νάντια έφτασε τελευταία. Ήταν προσωρινά η αρχηγός όλων τους. Είχε μαζί της τα χρήματα του ταξιδιού. Τους παράτησε. Πήγε στην πρώτη θέση. Οι ομάδες θα ταξίδευαν στην τρίτη.  Δεν πήρε μαζί της ούτε τον Αλεξέι Κορνίλοφ, τον ευνοούμενό της. Εκείνος τρύπωσε στο εστιατόριο. Θα μεθούσε για να μην καταλάβει την διαδρομή.

Το 1902, δεν υπήρχε το κράτος της Πολωνίας, η Γερμανία και η Ρωσία είχαν κοινά σύνορα. Οι γερμανοεβραίοι στη Βαλτική και την Πολωνία ήταν επικίνδυνοι. Πολιτισμικά ανήκαν στη Γερμανία, ήταν εύκολο να περιέλθουν στην επιρροή της. Επίσης συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα και πολιτικολογούσαν στους  φοιτητικούς συλλόγους. Άραγε το έκαναν σε ποσοστό μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα ρώσικα υποέθνη; Ίσως. Αλλά και αν συνέβαινε, η αιτία ήταν κοινωνική: Οι γερμανοεβραίοι δεν είχαν γνωστούς και συγγενείς στην άρχουσα τάξη. Δεν είχαν ασιθήματα «ταύτισης» με το καθεστώς. Κάθε μέρα που περνούσε, γινόντουσαν ολοένα πιο επικίνδυνοι. Η αιτία ήταν η συνεχής άνοδος της Γερμανίας.  

Μέχρι το 1860, η Γερμανία ήταν διαιρεμένη σε βασίλεια. Η ανάπτυξη προκάλεσε την οικονομική τους ένωση. Το 1863, οι πρώσοι έστειλαν έναν ανταποκριτή στο Γκέτυσμπουργκ. Αναμίχθηκαν και στην μάχη. Έδωσαν στους Νότιους ένα κανόνι με βεληνεκές που κάλυπτε όλο το πεδίο της μάχης. Ήθελαν τη διαίρεση των Πολιτειών.  Το 1864, νίκησαν τη Δανία. Το 1866, συνέτριψαν την Αυστρία. Το 1870, τα γερμανικά βασίλεια νίκησαν την Γαλλία. Ενώθηκαν σε ένα κράτος το 1871. Η συνθήκη της ένωσης υπεγράφη στις Βερσαλλίες. Ύστερα, ο γερμανικός στρατός παρέλασε στο νικημένο Παρίσι.   

Τα επόμενα χρόνια η Γερμανία απλώθηκε στην Αφρική και στην Ασία. Το 1900, ο Κάιζερ επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Σήκωσε το σπαθί του χαλίφη, έγινε προστάτης των μουσουλμάνων, πέταξε το γάντι στους άγγλους. Συγκρούστηκε μαζί τους και στην Αφρική, πατρονάρισε τους Μπόερς. Το  1901, η Γερμανία συμμετείχε στην καταστολή των Μπόξερς στην Κίνα. Μοιράστηκε την χώρα μαζί με τα υπόλοιπα ξένα κράτη, ίδρυσε την ναυτική βάση του Τσινγκτάο, δημιούργησαν τον στόλο του Ειρηνικού.

Η Γαλλία και η Ισπανία συμφώνησαν να μοιραστούν το Μαρόκο. Ο Κάιζερ δήλωσε την ακεραιότητά του. Οι δύο ξένες χώρες υποχώρησαν. Η Γαλλία έδωσε στη Γερμανία λωρίδες στο Κονγκό. Οι Γερμανοί απέκτησαν και μια αποικία στην Ναμίμπια. Η επιρροή τους έφτασε μέχρι το Μεξικό. Το οργάνωσαν στρατιωτικά. Απειλούσαν τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Μετά από λίγα χρόνια, φυγάδευσαν τον μεξικανό πρωθυπουργό στο Βερολίνο.  

Ο τσάρος Νικόλαος, ο Κάιζερ και ο βασιλιάς Γεώργιος της Αγγλίας ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ήταν ο Νίκι, ο Γουίλι και ο Τζώρτζι.  Έτσι τους φώναζε η γιαγιά τους, η βασίλισσα Βικτώρια. Ο Νίκι και ο Γουίλι, στις επιστολές τους χρησιμοποιούσαν τα χαϊδευτικά τους. Το ίδιο και στα τηλεγραφήματά τους. Τα τρία ξαδέλφια συναντήθηκαν όλα μαζί τον Μάιο του 1913. Ήταν στο γάμο της κόρης του Κάιζερ, της Βικτώριας Λουίζας. Ο άγγλος βασιλιάς φορούσε στολή γερμανού στρατηγού. Ήταν από τον οίκο του Ανόβερου, ήταν γερμανός όπως και οι τσάροι μετά την Μεγάλη Αικατερίνη.

Τα βασίλεια του Νίκι και του Τζώρτζι κατείχαν μαζί την μισή υδρόγειο. Σε εκείνο το γάμο, ο Κάιζερ κρυφάκουγε τους άλλους δύο. Αγωνιούσε για τις συνωμοσίες τους. Ένα χρόνο μετά ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος. Ο τσάρος έχασε τη ζωή του. Ο Γουίλι εξορίστηκε στην Ολλανδία.

Η άνοδος της Γερμανίας έκανε την Ρωσία να τρομάξει. Εντάχθηκε στον πολεμικό σχεδιασμό της Αγγλίας και της Γαλλίας. Τα νούμερα στους επιτελικούς χάρτες ήταν απογοητευτικά. Οι τρεις σύμμαχοι δεν ήταν αντάξιοι των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι δεύτερες ήταν συμπαγείς, πιο οργανωμένες και με σιδηροδρομικό δίκτυο.  Η γερμανική βιομηχανία είχε ξεπεράσει την αγγλική. Οι τσάροι φοβόντουσαν τους «γερμανοεβραίους» και γενικά τους «ιουδαίους».

Η Οχράνα θεωρούσε τους Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν και εκατοντάδες άλλους ως «εβραίους». Ο Πέτρος είχε διαφορετική άποψη. Ο κάθε άνθρωπος είχε δυο παππούδες και δυο γιαγιάδες. Τέσσερις προπάππους και τέσσερις προγιαγιάδες. Ιουδαίοι ήταν και οι τσάροι και μάλιστα «γερμανοεβραίοι». Όποιος το έψαχνε θα το εύρισκε. Υπήρχε μια υστερία. Η Υπηρεσία θεωρούσε τον Στάλιν ιουδαίο. Η αιτία ήταν, ότι κάποιος ιουδαίος που τον προστάτευε πλήρωσε για τις σπουδές του.  

Το 1902, το Παλάτι ήθελε να εξαφανιστούν οι ιουδαίοι που ζούσαν στα δυτικά. Οι γερμανοεβραίοι στα σύνορα με τη Γερμανία και οι ουκρανοί ιουδαίοι στα σύνορα με την Αυστρία. Τα πογκρόμ ήταν «τέκνα της ανάγκης». Άσχετο αν η ανάγκη δεν ήταν αληθινή. Κάποιοι άλλοι ιουδαίοι αντιμετωπίζονταν διαφορετικά. Ήταν αγρότες από την Ολλανδία σαν τους Μπόερς. Αναζήτησαν τις ανοιχτές πεδιάδες στην Ρωσία. Ενώ οι Μπόερς τις αναζήτησαν στην Αφρική. Απέδιδαν μεγάλους φόρους στο τσαρικό καθεστώς. Τα αγροκτήματά τους είχαν τεράστια επιτυχία. Το καθεστώς τους απάλλαξε από την στρατιωτική θητεία.

 

4. Ο Καμβύσης –«Μη μιμηθείς τον Τσέχωφ»

 

             Το τρένο ξεκίνησε. Ο Ιβάν Πεντρένσκι αποτραβήχτηκε. Άρχισε να προσεύχεται. Τον πλησίασε ο Ιγκόρ ο μέθυσος. «Όταν πίνω, βλέπω φρικτά πράγματα», του είπε. «Την ύπαιθρο στρωμένη νεκρούς. Τις πόλεις και τα χωριά να καίγονται». Ο Ιβάν συνέχισε να προσεύχεται, οι προσευχές πάντα βοηθούσαν, τουλάχιστον σε αυτό: Να γίνει η καταστροφή «με καλό καιρό». 

             Ο Ιγκόρ κοίταξε τον Πέτρο. Το μαύρο κακό σκυλί ήταν σκυμμένο, διόρθωνε  ένα γραπτό. Ήταν ένα θεατρικό έργο: Ο Καμβύσης. Ο καημένος ο φίλος του δεν τελείωνε ποτέ τα έργα του! Ο Καμβύσης ήταν ένας πέρσης βασιλιάς, που ανέφερε ο Ηρώδοτος. Ο στρατός του χάθηκε στην έρημο και οι στρατιώτες αλληλοφαγώθηκαν. Το έργο ήταν κωμωδία. Είχε και υπότιτλο: «Μεγάλη δημοκρατία, μεγάλο έγκλημα». Απέδιδε τις εμμονές του Πέτρου, γι’ αυτό που στις μέρες μας αποκαλείται «κοινωνικός κανιβαλισμός».  

              Το έργο είχε δυο πρωταγωνιστές, τον Καμβύση και τον Τισσαφέρνη. Ξεκινούσε από την εξέγερση των πεινασμένων στρατιωτών. Οι σκηνές άρχισαν να καίγονται, οι πρωταγωνιστές κατέφυγαν στο εγχειρίδιο του βασιλιά Κύρου «Οδηγίες προς Νέους Βασιλείς». Το κεφάλαιο πέντε επαινούσε την σταθερότητα της δημοκρατίας. Οι πολλοί καταπίεζαν τους αδύναμους, δεν γίνονταν επαναστάσεις. Ο Τισσαφέρνης ανακοίνωσε στους στρατιώτες την αλλαγή του πολιτεύματος: «Στο εξής θα έχουμε δημοκρατία» τους είπε. «Για την ζωή του καθενός θα αποφασίζουν οι πολλοί».

            Οι αξιωματικοί κατάλαβαν, το πρόβλημα του φαγητού λύθηκε! Χωρίζονταν σε ομάδες και έκαναν κληρώσεις. Έσφαζαν και έτρωγαν όποιον έχανε. Οι κληρώσεις βέβαια ήταν στημένες. Κάθε φορά έχανε ο πιο ξεκρέμαστος. Η τάξη ήταν πια προς το συμφέρον όλων. Ήταν αυτή που τους επέτρεπε να φάνε. Ο στρατός αποδεκατιζόταν με ένα τρόπο που η εκάστοτε πλειοψηφία τον αποδεχόταν. Κάθε επόμενο πρωί επαναλαμβάνονταν οι στημένες κληρώσεις.

Στις ανώτερες βαθμίδες ο Πέτρος είχε περιστασιακές συμπάθειες. Είχε την μαύρη καρδιά τους και το μίσος τους για το λαό και τη δημοκρατια. «Πρόσεξε μη με θυμώσεις», τον απειλούσε η Νάντια, «θα τους πω ότι είσαι εβραίος». Ήταν πολύ κακό αυτό! Ο Μπόρις δεν του άπλωνε το χέρι του. Η «αρκούδα» τους διακατεχόταν από «φιλοσοφικό αντισημιτισμό». Θεωρούσε τους ιουδαίους μηδενιστές, τον Πέτρο το μεγαλύτερο από όλους. Το μαύρο σκυλί δεν καταλάβαινε τη λέξη «μηδενιστής», θεωρούσε ότι δεν σήμαινε τίποτα. Άλλωστε, πίστευε σε πολλά αλλά ήταν όλα μικρά. Για παράδειγμα, πίστευε στο περπάτημα, στην επανάληψη και στην οργάνωση. Πίστευε επίσης στα λόγια της μητέρας του: «Κάποτε θα γίνεις σπουδαίος».

Ο Ιγκόρ ήταν με το μέρος του, τον ενθάρυνε να γράφει. Ήταν ο πιο παλιός, δεν είχε κανέναν άλλο φίλο, μόνο τον Πέτρο.  Ο νεαρός Τσακάλωφ έγραφε θεατρικά και μυθιστορήματα. Αλλά δεν μπορούσε να τελειώσει τίποτα. Τους έκανε συνέχεια διορθώσεις, μέχρι που τα κατέστρεφε και τα παρατούσε. Πίστευε ότι ο Καμβύσης δεν θα είχε την ίδια τύχη.  Ο Ιγκόρ τον πλησίασε. «Μου είχες πει ότι δεν θα τον διόρθωνες ξανά», του είπε.

Ο Πέτρος σήκωσε το κεφάλι του, ήταν εξαντλημένος. «Πριν λίγες μέρες το απέρριψαν πάλι, χρειάζεται μερικές διορθώσεςι ακόμα». Ο Ιγκόρ χαμογέλασε. Δεν θα βρισκόταν ποτέ θίασος να το ανεβάσει. Έβριζε όλους τους ρώσους, τους αποκαλούσε κανίβαλους. Οι διανοούμενοι ήθελαν σύνταγμα και δημοκρατία, ο Πέτρος τα έβριζε και αυτά.

«Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει με τον Τσέχωφ, Ιγκόρ. Γράφει απλά. Αρέσει όμως σε όλους».

«Μεταδίδει την εσωτερική του ειρήνη».

«Τον παίζουν παντού. Ακόμα και στο εξωτερικό».

«Ο Τσέχωφ είναι ψυχούλα. Μην προσπαθήσεις να τον μιμηθείς. Θα αποτύχεις».

«Λέω να τα ρίξω όλα στη φωτιά, να μην γράψω ποτέ ξανά».

«Μην γίνεις ψεύτικα καλός. Έχεις να πεις κάτι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω τι ακριβώς αλλά είναι σπουδαίο σαν προφητεία».

  

5.      Η επίθεση 

            Κατέβηκαν στον προορισμό τους. Κατέλυσαν στο πιο φτηνό πανδοχείο. Η Νάντια έμεινε στο διοικητήριο. Είχε μαζί της τις Ουπανισάδες. Κοίταζε όποιον την πλησίαζε ενοχλημένη. Το επόμενο απόγευμα πήραν δυο κάρα. Εκείνη δεν τους ακολούθησε. Έφτασαν στο στεντλ. Θα ορμούσαν μέσα στην νύχτα. Θα τους ενίσχυαν και οι κοζάκοι. 

Οι άντρες σχολίαζαν την απουσία της αρχηγού. «Είμαστε όλοι ισότιμοι», έλεγαν, «κανένας δεν μπορεί να διατάξει τον άλλο, είμαστε ακέφαλοι». Έγινε σκοτάδι. Πλησίασαν στις παρυφές. Βγήκε το φεγγάρι, το φως του απλώθηκε παντού. Κανείς δεν το περίμενε. Ο Μπόρις έβρισε.  Ο Ιβάν είδε τα χαμηλά σπιτάκια, τις χορταριασμένες στέγες τους, τα πονεμένα πρόσωπα των συντρόφων του. Στο στήθος του ανέβηκε μια παράκληση. Ένιωσε ότι η κάθε αναπνοή του ήταν αμαρτία. Τα σκυλιά του χωριού άρχισαν να γαβγίζουν, οι αγελάδες να μουγκανίζουν. «Τα ζώα μας μυρίστηκαν», είπε κάποιος.

Εμφανίστηκαν φώτα στα παράθυρα. Οι άνδρες ακούμπησαν τα αυτιά τους στο έδαφος μήπως ακούσουν άλογα. Περίμεναν τους κοζάκους. Είδαν μια γυναίκα στο δρόμο. Έτρεχε προς το μέρος τους κρατώντας ένα ξύλο και στρίγκλιζε. Ήταν σε απόγνωση. Οι πράκτορες έπεσαν πάνω της. Ο Ιβάν έμεινε ακίνητος. Ο Πέτρος τον μιμήθηκε. Οι σύντροφοί τους έριξαν τη γυναίκα κάτω. Την ποδοπάτησαν. Την σκότωσαν χωρίς να το καταλάβουν.

Άναψαν τους πυρσούς τους. Όρμησαν ουρλιάζοντας. Έβαλαν φωτιά στις στέγες. Το χωριό απάντησε με κατάρες και γαυγίσματα. Τα σπίτια άρχισαν να καίγονται. Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν, ετοιμάστηκαν να αντεπιτεθούν. Οι πράκτορες έβγαλαν τα πιστόλια τους. Έριξαν στον αέρα. Το πλήθος υποχώρησε. Κάποιοι πράκτορες έβαλαν μερικές φωτιές ακόμα. Τα πρόσωπά τους ήταν χαρούμενα. Οι χωρικοί αντιστάθηκαν, έπρεπε να υποφέρουν. 

 

6.      Η αιτία του κακού ήταν το καλό -Ο ένοχος Θεός – τα άγια εγκλήματα -η αγία Ταϊτή

 

 

Πήραν το τρένο της επιστροφής. Ο Πέτρος έπιασε ξανά τον Καμβύση. Ο Ιβάν τον παρατηρούσε, τον δικαιολογούσε. Οι πράκτορες έβλεπαν παντού το κακό. Εκείνο το απλό που έκανε ο ένας άνθρωπος στον άλλο. Επειδή ζούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο μέσος άνθρωπος δεν έβλεπε το κακό που δεν είχε όνομα. Και το κακό συνήθως το μάθαινε από τις εφημερίδες. Οι πράκτορες μετρούσαν τα κλαμένα πρόσωπα των κοριτσιών, τα στόματα με την αποστροφή της αηδίας, τα ρουφηγμένα μάγουλα. 

Το κακό ήταν συνυφασμένο με την κάθε πράξη. Με την κάθε στιγμή. Είχε αιτία μια απλή ιδέα: «Να περάσω λίγο καλύτερα». Οι πράκτορες έβλεπαν το απέραντο βάθος του. Ο ιδεολόγος ήταν ο χειρότερος πατέρας. Ο άγιος πήγαινε στα πορνεία. Οι «άνθρωποι του πνεύματος» έτρωγαν περισσότερο από τους άλλους. Η ζωή ενός μοναχού ήταν πιο ακριβή από την ζωή ενός πολίτη. Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη από δούλους. Μια «ταξική κοινωνία» δεν σωζόταν με την εξομολόγηση.

«Τέκνον μου, τι αμαρτίες έχεις να μου πεις;».

«Ανήκω σε ένα παρασιτικό, προνομιούχο στρώμα, πάτερ».

«Δεν έχω ακούσει ποτέ αυτή την αμαρτία. Τέλος πάντων, μην την κάνεις ξανά».

«Είναι αδύνατο, ο παρασιτισμός μου γίνεται ολοένα πιο έντονος, τα προνόμια μου γίνονται ολοένα πιο αδικαιολόγητα. Η ανισότητα στις ανταλλαγές μου συνεχώς μεγαλώνει».

Το κακό δεν βρισκόταν στην ανθρώπινη φύση. Ο Χόμπς είχε άδικο. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος ήταν αθώος. Το κακό βρισκόταν στην κίνηση που είχε προηγηθεί. Όμως αυτή η κίνηση ήταν βαθιά και σύνθετη, ήταν σαν φύση. Η αμαρτία ήταν μια κοινωνική και ιστορική καταδίκη. Έπαιρνε την μορφή πολλών μικρών πράξεων. Ταυτόχρονα, η αιτία της κίνησης ήταν η αναζήτηση της πληρότητας, της ελευθερίας, της ειρήνης, της ευτυχίας, η αναζήτηση των αποχρώσεων του Θεού.

Ο νους κινείτο προς τον Θεό. Γεννούσε το θνητό τμήμα της ψυχής. Εκείνο εξέπιπτε στην σύνδεσή του με ένα μικρό μέρος του κόσμου. Αναζητούσε μια μικρή ευτυχία. Ακόμα και η εκδίκηση κινείτο προς τον Θεό. Αναζητούσε την ισότητα. Ήθελε την αποκατάσταση της αρχαίας δόξας. Το κακό ήταν ένα καλό κατώτερο των περιστάσεων. Μια μικρή αγάπη.

Δέκα μητέρες έφτιαχναν έναν φράχτη για τα παιδιά τους. Το ξένο παιδί θα καρφωνόταν στα παλούκια του. Η αθώα Κίττυ ήθελε ένα καινούργιο φόρεμα. Ο ερωτευμένος έκλεβε για να της το αγοράσει. Ο κτηματίας ήθελε ένα σερβίτσιο από πορσελάνη, αποζητούσε την αναγνώριση. Η οικογένεια ήθελε ένα ταξίδι στην ιερά μονή, στον στάρετς Ζωσιμά. Το πρώτο ποιήμα γράφτηκε για το βόδι. «Είναι τόσο καλό», έλεγε, «σας κάνει όλες τις δουλειές και εσείς το χτυπάτε».

Επιθυμίες από αγάπη. Για την Κίττυ, τους άλλους, την σωτηρία της ψυχής. Έπρεπε να εκπληρωθούν. Κάποιος πούλησε πιο ακριβά το παλτό. Εκείνος που το αγόρασε, άφησε κάποιον νηστικό. Κάποιος ήθελε περισσότερο νοίκι. Πέταξε κάποιον στον δρόμο. Το τσαρικό καθεστώς το έκτιζαν εκατομμύρια μικρές αγάπες. Ο πατέρας του μεγάλου κακού ήταν εκείνες οι μικρές αγάπες. Ο δημιουργός του κακού ήταν ο Θεός. Έδινε την ύπαρξη. Η ύπαρξη προσπαθούσε να γίνει «τα πάντα εν τοις πάσιν».

Ο Θεός δεν έδινε μόνο την ύπαρξη, την συντηρούσε. Εκτός από δημιουργός του κακού ήταν και συνένοχος στα πάντα. Ο κόσμος ήταν σκοτεινός σαν τον κόσμο του Χομπς. Μα συγχρόνως απέραντα φωτεινός. Ο Ιβάν κοίταξε πάλι τον Πέτρο. Ο νεαρός έλληνας κάποτε θα καταλάβαινε. Δεν έφταιγαν οι μικρές αγάπες που δεν ήταν μεγάλες. Θα καταλάβαινε ότι το κακό δεν είχε ουσία. Τότε θα συγχωρούσε. Ήταν η ιδέα της ουσίας που τον δαιμόνιζε. Άρχισε να προσεύχεται ξανά.

Η Ρωσία θα αποκτούσε σύνταγμα και Βουλή. Αλλά δεν θα γινόταν καλύτερη. Οι πράκτορες δεν είχαν διαβάσει Γκυ ντε Μωπασάν. Είχαν όμως πιο καλοδουλεμένους αφορισμούς. Το καλύτερο πολίτευμα το είχε η Ταϊτή. Εκεί δεν έκλαιγαν τα κοριτσάκια. Εκεί όμως δεν είχαν καν πολίτευμα. Αγία Ταϊτή λοιπόν; Όχι Αγία Ρωσία;

Οι τακτοποιημένοι θεωρούσαν ότι η χώρα τους είχε αγιάσει. Αντιμετώπιζαν τα εγκλήματα του συστήματος σαν άγια. Επέτρεπαν στην άγια χώρα να λειτουργεί. Άγια διαφθορά, άγια εκμετάλλευση, άγια βαρβαρότητα. Θυμήθηκε τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, πριν είκοσι πέντε χρόνια. Η Ρωσία επιτέθηκε στην Τουρκία. Δημιούργησε την Ρουμανία, την Σερβία και την Βουλγαρία. Οι ρώσοι στρατιώτες διέπραξαν απίστευτες ωμότητες. Δολοφόνησαν χιλιάδες αμάχους. Δεν πολέμησαν από φιλοπατρία.  Οι αρχές τους άρπαζαν από τα σπίτια τους, καθώς έφευγαν οι συγγενείς τους τούς έκαναν την τελετή της κηδείας τους. Δεν θα τους έβλεπαν ποτέ ξανά.

Εκείνος ο πόλεμος δημιούργησε ποτάμια προσφύγων. Πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι. Οι πανσλαβιστές, τα μέλη της «Αγίας Αδελφότητας», ζητωκραύγαζαν. Χαρακτήριζαν τις ωμότητες «ιστορική αναγκαιότητα». Έλεγαν ότι είχαν την ευλογία του Χριστού και της Παναγίας. Οι βολεμένοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους μικρούς αγίους. Θεωρούσαν λογικό να έχουν γύρω τους μεγαλύτερους άγιους. Ο Ιωάννης της Κρονστάνδης ήταν ο πιο κοντινός. Κυκλοφορούσε με άμαξα. Ο Ιγκόρ είχε πάει να τον δει. Τους είπε ότι ήταν  ψεύτικος. Όχι ότι μπορούσε κανείς να βασιστεί στα λόγια του.

Κανείς στην «Αγία Αδελφότητα» δεν σήκωσε τα βάρη των κοινών ανθρώπων.  Ούτε με το μικρό του δαχτυλάκι. Είχαν μια αγιότητα χωρίς σταυρό.

 

Συνεχίζεται …

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης


  • ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
  • ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών - Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Rating: 5 Reviewed By: SIGMA ONLINE TELEVISION