Απολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας ...
Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά και σας ταξιδεύει σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …
------------------
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οι Khlysty
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εμπρηστής,
αλήτης και πράκτορας
1.
Οι νεκροί του χειμώνα -το
κοριτσάκι νεοσσός -ο εμπρησμός
Η άνοιξη ξεσκέπαζε τους νεκρούς του χειμώνα: Ήταν
νεαρές υπηρέτριες, πλανόδιοι άνεργοι και
ορφανά. Τα τελευταία σχημάτιζαν κοπάδια. Ήταν μια ρώσικη ιδιαιτερότητα, τα
ανέφερε ο Τρότσκι στην Προδομένη
Επανάσταση. Ξεκίνησαν να σχηματίζονται τον δέκατο ένατο
αιώνα, όταν κατέρρευσαν οι παραδοσιακές δομές. Διατηρήθηκαν μέχρι τον β΄
παγκόσμιο πόλεμο. Σε κάποια απομνημονεύματα αναφερόταν μια συγκλονιστική σκηνή.
Από ένα ποταμόπλοιο πέταξαν μουχλιασμένα ψωμιά στο ποτάμι. Η όχλη ζωντάνεψε.
Εμφανίστηκε ένα κοπάδι παιδιά. Βούτηξαν στα νερά και έπιασαν τα ψωμιά.
Ο Πέτρος ταυτιζόταν με τους
νεκρούς του χειμώνα. Τους θεωρούσε θύματα των ομάδων. Έγινε δεκαπέντε. Ήρθε η άνοιξη. Τα απογεύματα
καθόταν στην βεράντα τους. Κάποιες φορές
θυμόταν τα χαμένα του στρατιωτάκια. Ένα απόβραδο εμφανίστηκε ένα ζευγάρι με ένα
κοριτσάκι. Περπατούσαν στη μέση του δρόμου, κουβαλούσαν μπόγους, ήταν άνεργοι
που άλλαζαν πόλεις. Το κοριτσάκι γύρισε και τον κοίταξε. Είχε δυο τεράστια
μάτια. Έμοιαζε με νεοσσό.
Η γυναίκα άρχισε να βοηθάει στα σπίτια. Ο
σύζυγός της ήταν συνέχεια κρυμμένος. Έναν μήνα μετά, τον προσέλαβαν στην
δημοτική βιβλιοθήκη σα βιβλιοθηκάριο. Έτρεμε, η φωνή του μόλις έβγαινε, καθόταν
συνέχεια δίπλα στην σόμπα. Αμέσως μετά αρρώστησε η γυναίκα, έμειναν πάλι με ένα
μισθό. Ήρθε το καλοκαίρι. Η εποχή του οργώματος. Τα άλογα χαλούσαν τις φωλιές
των πουλιών. Τσαλαπατούσαν τους νεοσσούς. Τα άροτρα τους έκοβαν στα δύο. Οι
χωρικοί τους έλιωναν με τις μπότες τους. Ο κόσμος έφτιαχνε το ψωμί του.
Κάθε σούρουπο η βιβλιοθήκη έκλεινε. Το
ζευγάρι με το κοριτσάκι έκαναν περίπατο.
Περνούσαν μπροστά από την βεράντα του
Πέτρου.
Το φθινόπωρο, η πόλη δέχθηκε μια δωρεά. Ήταν
από μια κυρία που είχε κτήματα στην περιοχή. Περνούσε μια φορά το χρόνο να τα
δει. Ήταν βιβλία που μάζευε ο γιός της -είχε μόλις πεθάνει: Πλάτωνας,
Αριστοτέλης, Πλούταρχος, οι ουμανιστές, οι ανθρωπιστές, οι μυθιστοριογράφοι του
δέκατου όγδοου αιώνα, οι κλασσικοί του δέκατου ένατου, περίπου εκατό τόμοι.
Η πόλη προκήρυξε προς τιμή της ένα διαγωνισμό.
Θα βράβευαν το καλύτερο μαθητικό διήγημα και θα της τηλεγραφούσαν το
αποτέλεσμα. Η τελετή θα γινόταν στην βιβλιοθήκη. Ο Πέτρος σκέφτηκε να γράψει
κάτι προσβλητικό: Για έναν ήρωα σκώτο λοχία στην Μπαλακλάβα ή για ένα
διεφθαρμένο ηγούμενο.
Έπιασε το χαρτί και την πένα. Μα έμαθε κάτι
και σταμάτησε. Τα διηγήματα θα τα διάβαζαν πρώτα οι δάσκαλοι. Θα παρουσίαζαν όσα
άξιζαν. Άλλαξε σχέδιο. Έφτασε η παραμονή της βράβευσης. Πήγε στη βιβλιοθήκη την
ώρα που έκλεινε, ζήτησε ένα βιβλίο στο τέλος της αίθουσας, ο πατέρας του
κοριτσιούμε τα μάτια του νεοσσού απομακρύνθηκε. Ο Πέτρος έριξε στη σόμπα ένα
κύλινδρο. Είχε μέσα μπαρούτι από τα φυσίγγια του Κονσταντίν. Η σόμπα ήταν σβηστή,
η χόβολη όμως κρατούσε. Ο πατέρας του κοριτσιού έφερε το βιβλίο. Ο νεαρός Τσακάλωφ
το πήρε και τον χαιρέτησε. Βγήκε από το κτίριο. Στάθηκε σε απόσταση.
Ο πατέρας έκλεισε, πέρασε από μπροστά του, ήταν
βιαστικός, θα πήγαινε στον περίπατο της οικογένειας. Ο Πέτρος κοίταξε τα
παράθυρα. Ο κύλινδρος θα ζεσταινόταν, το μπαρούτι θα έκανε έκρηξη, τα κάρβουνα
θα πετάγονταν παντού. Ο αέρας ήταν ζεστός, η αίθουσα ήταν γεμάτη χαρτιά, η
βιβλιοθήκη θα έπιανε φωτιά. Άκουσε έναν
υπόκοφο θόρυβο. Περίμενε μέχρι να δει τις φλόγες. Τίποτα. Έφυγε για το σπίτι
του. Ξαφνικά ο δρόμος φωτίστηκε. Γύρισε το κεφάλι του. Οι φλόγες έλαμπαν στα
παράθυρα. Τα ξημερώματα έμεναν όρθιοι μόνο οι πρωτότειχοι.
2.
Το γέλιο που πάγωσε -τέσσερα
χρόνια στους δρόμους
Γελούσε επί δύο ημέρες. Την τρίτη είδε την
οικογένεια. Περπατούσαν στη μέση του δρόμου, κρατούσαν τους μπόγους τους, έφευγαν.
Το συμβούλιο είχε απολύσει τον πατέρα, τον είχε θεωρήσει υπαίτιο για την
πυργαγιά: «Δεν έσβησε την σόμπα πριν φύγει, για να βρει την αίθουσα ζεστή, σπάταλος
και ανεύθυνος, κατέστρεψε την βιβλιοθήκη μας, ήταν το κόσμημα της πόλης
μας». Ο πατέρας ορκίστηκε, έκλαψε.
Ο Πέτρος σκέφτηκε τους νεκρούς του χειμώνα. Τι
θα γινόταν αν οι γονείς δεν έβρισκαν δουλειά; Η γυναίκα θα έμενε νηστική, θα
έδινε το φαγητό της στο κοριτσάκι, θα πέθαινε. Ο πατέρας θα έφευγε κρυφά, το
κοριτσάκι θα κατέληγε στα κοπάδια των ορφανών. Κάποιο καλοκαίρι οι χωρικοί θα σκόνταφταν πάνω
του.
«Αυτό το
παιδί έχει τεράστια μάτια», θα έλεγαν.
«Μοιάζει με νεοσσό.
Σαν αυτούς που σκοτώνουμε».
Έβλεπε παντού το κεφάλι του
κοριτσιού. Τα μάτια του τον κοίταζαν με οργή. Έγινε ανυπόφορος. Δυο μήνες μετά,
άφησε το σπίτι του. Οι γονείς του ένιωσαν ανακούφιση. Στην αρχή του έστελνε
χρήματα η μητέρα του. Της τηλεγραφούσε από τις πόλεις που άλλαζε. Σύντομα τα
εμβάσματα σταμάτησαν. Έψαχνε για δουλειά, μα όποιος τον έπαιρνε, τον έδιωχνε. Έμεινε
στο δρόμο τέσσερα χρόνια. Έπεσε πιο κάτω από τους τσιγγάνους, πιο κάτω από τους
ζητιάνους, τις νύχτες αγκάλιαζε το κορμί του, περίμενε να βγει ο ήλιος να
ζεσταθεί. Μια νύχτα, κάποιοι αστυνομικοί τον έβαλαν στο κρατητήριο για να μην πεθάνει από το κρύο. Τον
κράτησαν εκεί τρεις μέρες.
Περνούσαν μήνες για να κάνει μπάνιο και όταν
το κατόρθωνε, ήταν σε ποτάμια. Τον πέμπτο χρόνο έφτασε στη Μόσχα, σωριάστηκε σε
μια λεωφόρο. Τον βρήκαν ετοιμοθάνατο, τον πήγαν σε ένα νοσοκομείο.
3. Η ξαδέρφη και η Αγία Αδελφότητα
Στη Μόσχα ζούσε και μια ξαδέρφη του. Έδωσε τα
στοιχεία της σε μια νοσοκόμα. Την βρήκαν. Εκείνη τηλεγράφησε στους δικούς του. Οι
γονείς απάντησαν σκληρά: «Για εμάς είναι νεκρός». Μια αδελφή του ξεκίνησε να
τον συναντήσει.
Φεβρουάριος του 1901. Μόσχα. Μια άμαξα σταμάτησε
έξω από το νοσοκομείο που βρισκόταν. Κατέβηκαν δυο κυρίες, η μία ήταν ντυμένη
επαρχιώτικα, ήταν η αδελφή του, η άλλη σαν παριζιάνα, ήταν η ξαδέρφη του. Ανέβηκαν
τις σκάλες, προχώρησαν στους διαδρόμους, μπήκαν στον θάλαμο του Πέτρου. Η
αδελφή του τον αγκάλιασε. Έβαλε τα κλάματα. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο
τραύματα. Έδειχνε γέρος. Του χτένισε τα μαλλιά και τα γένια. «Πέτρο, γιατί το
έκανες αυτό στον εαυτό σου;».
Ο άσωτος μεταφέρθηκε στο σπίτι της
ξαδέρφης. Έμεινε εκεί ένα μήνα. Εκείνη επικοινώνησε
με την «Αγία Αδελφότητα». Ήταν μια οργάνωση των ευγενών της Πετρούπολης, το
βαθύ κράτος με ρόμπα και παντόφλες. Έγραψε μια επιστολή στον μικρό σοφό της, τον
Ιβάν Πεντρένσκι, του εξέθεσε το πρόβλημα. Η απάντησή του παραλήπτη ήρθε με ένα τηλεγράφημα:
«O άσωτος υιός πρέπει να βρει δουλειά. Αυτό θα διορθώσει τα πάντα». Ακολούθησε η
απάντηση της ξαδέλφης: «Μόνο εσείς μπορείτε να του βρείτε, Ιβάν».
Ο μικρός σοφός συνοφρυώθηκε.
Υπήρχε πολύ δουλειά στην Πετρουπολη. Το ένα τρίτο του πληθυσμού ήταν εργάτες. Ήταν
κάπου τετρακόσιες χιλιάδες. Τα εργοστάσια πλήθαιναν, μεγάλωναν, προσλάμβαναν
συνέχεια. Δεν μπορούσε όμως να δουλέψει εκεί ένας άσωτος. Στον Πέτρο ταίριαζε η
γραφειοκρατία. Οι υπάλληλοι του κράτους αύξαιναν όπως οι εργάτες. Από την ίδια
διαδικασία: Η διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής διεύρυνε και το κράτος. Ο μικρός
σοφός δούλευε στο Τρίτο Γραφείο. Ω, ναι, στην Οχράνα! Τηλεγράφησε στην ξαδέρφη:
Ο άσωτος υιός θα δούλευε μαζί του. Η ξαδέρφη έβαλε τον Πέτρο στο τρένο.
4.
Ο Ιβάν και ο Πέτρος -το μάθημα
Ο Πεντρένσκι ήταν ψηλός και λεπτός, με
αυστηρό ύφος, μάγουλα ρουφηγμένα από τις νηστείες, καλοντυμένος και λιγομίλητος.
Είχε παλιές αξίες, σταθερές θέσεις και απόλυτο χαρακτήρα. Ήταν στα είκοσι
τέσσερα, τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Πέτρο. Τα μαλλιά του είχαν κιόλας άσπρα.
Ο μικρός σοφός και ο άσωτος υιός έγιναν
φίλοι. Η φιλία τους κράτησε τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Ο Πέτρος ένιωθε ευγνωμοσύνη
για τον Ιβάν αλλά τον αντιμετώπιζε με αμφισβήτηση και ειρωνεία. Ο σοφός είχε
λίγη από την ανοησία της εποχής του και λίγη από την ανοησία της τάξης του.
Ο Ιβάν και ο Πέτρος ανέβηκαν σε μια άμαξα.
Έκαναν μια βόλτα στην πόλη. «Μην παίρνετε θάρρος», είπε ο Ιβάν. «Ο μισθός σας
θα είναι μικρός. Ίσως ποτέ να μην γίνει μεγάλος. Δεν πειράζει, θα αποκτήσετε
γνωριμίες, θα μπορέσετε να ξεκινήσετε μια δεύτερη δουλειά». Ο άσωτος υιός
κούνησε το κεφάλι του. Έδειξε ότι καταλάβαινε. Ο Ιβάν του ανέφερε κάποιους
σπουδαίους επιχειρηματίες. Είχαν ξεκινήσει από πράκτορες και είχαν ανέλθει μέσα
από την Οχράνα.
«Θα σας συμβούλευα, η
δεύτερη δουλειά σας να είναι τίμια», είπε ο Ιβάν. «Να μην μπλέξετε με
λαθρεμπόρια, εκβιασμούς, σωματεμπορία, τοκογλυφίες και εμπρησμούς».
Ο Πέτρος χαμογέλασε από μέσα του. Οι
εμπρησμοί ήταν κάτι σαν έθιμο. Οι εμπρηστές συνεννοούνταν με τους πυροσβέστες. Οι
τελευταίοι εκμαίευαν αμοιβές από τους ιδιοκτήτες. Γίνονταν και εμπρησμοί από
τους πράκτορες. Ηρεμούσαν τα πνεύματα στις πόλεις. Οι κάτοικοι έφτιαχναν ξανά
τα σπίτια τους, έχαναν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική.
Ο Ιβάν αναφέρθηκε στην βασική ιδεολογία: «Η
πατρίδα μας είναι ο φρουρός της αληθινής πίστης». Η Ρωσία ήταν η Τρίτη Ρώμη, η
διάδοχος της Κωνσταντινούπολης, της Δεύτερης Ρώμης. Ο τσάρος Ιβάν ο Γ΄ είχε
παντρευτεί την Σοφία Παλαιολογίνα, ήταν η ανιψιά του τελευταίου βυζαντινού
αυτοκράτορα. Οι Ρώσοι είχαν μια ιερή αποστολή, να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να
έρθει κοντά στο Θεό. Ήταν οι φρουροί της ορθοδοξίας.
Ο Πέτρος χαμογέλασε από μέσα του. Στη Νέα
Υόρκη, κάθε Τρίτη, ένας μπάρμαν έκανε ένα σόου: Οι πόρνες του μαγαζιού έψελναν
χριστιανικούς ύμνους. Μετά διάβαζε τα ποιήματά του. Υπήρχε και μια φυλή στον
Αμαζόνιο: Πίστευαν ότι ήταν παπαγάλοι.
5.
Ο ρώσος που έγινε ιουδαίος
Ο άσωτος υιός παρουσιάστηκε στις προσλήψεις.
Ο αξιωματικός τον κοίταξε με απέχθεια: «Εσείς οι έλληνες είσαστε χειρότεροι και
από τους εβραίους. Ήρθατε σαν πρόσφυγες. Χώνεστε παντού. Το βυζαντινό όνειρο
μας κόστισε πανάκριβα».
Τα
λόγια του ήταν ξόρκι. Ο Πέτρος άρχισε να μετατρέπεται σε ιουδαίο. Αργούσε να
βάλει το χέρι στην τσέπη. Κάθε φορά που το έβαζε, γκρίνιαζε. Έφτιαχνε κομπόδεμα,
ήθελε να νιώθει ασφάλεια. Οι συνάδελφοί
του είχαν την προστασία των ομάδων τους, δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν.
Εκείνος δεν κρατούσε φιλίες, δεν θα έκανε ποτέ έναν καλό γάμο, δεν θα
κληρονομούσε ποτέ κάποιους θείους.
Ήταν σαν τους «εβραίους» των πόλεων. Απλώθηκαν πάνω του τα
χαρακτηριστικά τους: Ο συντηρητισμός, η εργατικότητα και η πρακτική σκέψη.
Έγινε μίζερος. Απέκτησε και το παρουσιαστικό τους: Το αξύριστο πρόσωπo, το
αχτένιστο, λιγδερό κεφάλι, το προσεγμένο μα φτηνό και τριμμένο ντύσιμο. Μιλούσε
με την προσποιητή ταπεινότητά τους. Εκπλήρωνε το κύριο ιουδαϊκό χαρακτηριστικό,
εκείνο για το οποίο επέπληξε ο Βάγκνερ τον Μέντελσον: «Πως τολμάτε να λέτε ότι είστε γερμανός,
κύριε; Εσείς οι ιουδαίοι είσαστε ταπεινοί. Εμείς οι γερμανοί είμαστε λαός
υπερήφανος».
Επίσης, εκδήλωνε μια αμφισβήτηση για όλες τις αξίες. Σαν «εβραίος»
διανοούμενος. Δεν ζητούσε νέες αξίες στην θέση των παλιών. Τις αρνιόταν όλες. Σύριζε
εναντίον τους ειρωνείες και μισόλογα. Άρχισαν να τον φωνάζουν «τσιφούτη». Στην
αρχή σκωπτικά. Μετά υποτιμητικά. Στο τέλος ψυχρά. Τοποθετήθηκε στη μνήμη των
συναδέλφων του σαν ο «Πέτρος ο εβραίος», δίπλα στον Βάσια την μαϊμού, στον
Αλιόσα τον κουτσό, στον Σεργκέι τον περίεργο, στον Ιγκόρ τον μέθυσο, στον
Λέοντα τον καθηγητή, δίπλα στον αγαπημένο όλων, τον Μπόρις την αρκούδα. Ο άσωτος
υιός αποδέχτηκε την νέα του ταυτότητα.
Οι συνάδελφοί του αναρωτιόντουσαν: Πως ένας τέτοιος ήταν στην Οχράνα και
μάλιστα της Πετρούπολης; Η Μεγάλη Αικατερίνη τους απαγόρευσε να έρχονται στην
πόλη. Ο Αλέξανδρος ο Β΄ έδιωξε τους ιουδαίους κάτοικους, εκτός βέβαια από τους
πλούσιους. Ο Πέτρος είχε έρθει από την επαρχία, πως προσλήφθηκε; Κατέληξαν ότι είχε ισχυρούς προστάτες. Άρχισαν
να τον σέβονται.
6.
Οι φοιτητές και η ταυτότητα του
ανθρώπου
Τον έβαλαν να παρακολουθεί τους φοιτητές.
Πήγαινε στα μαθήματα και στις παρέες τους. Έπαιρνε το πιο ηλίθιο ύφος, άκουγε και
δεν μιλούσε. Κάποιοι έλεγαν ότι οι άνθρωποι είχαν μόνο μια ταυτότητα, την
ανθρώπινη. Ανέφεραν τον Αλέξανδρο Δουμά. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός του
Ναπολέοντα, ήταν αφρικανός από την Αμερική. Οι παλιές γκραβούρες έδειχναν τον
Αλέξανδρο Δουμά κατάμαυρο. Αλλά ήταν πιο γάλλος από τους γάλλους: Γλεντζές,
μπριόζος και σωβινιστής.
Ανέφεραν και τον Αλέξανδρο Πούσκιν, την δόξα
της ρώσικης λογοτεχνίας. Ένας πρόγονός του ήταν από το Καμερούν. Ήταν σκλάβος
του σουλτάνου, έφτασε στην Ρωσία σαν δώρο στον Μεγάλο Πέτρο. Ο Πούσκιν είχε
νέγρικα χαρακτηριστικά, μα οι ζωγραφιές τα έκρυβαν.
«Η
ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια θάλασσα», έλεγαν. «Πάνω της υψώνονται οι λέξεις σαν
κύματα: Άνδρας ή γυναίκα, ρώσος, ιουδαίος, κοζάκος, μορφωμένος ή αμόρφωτος. Τα
κύματα χάνονται συνέχεια στη θάλασσα. Στη θέση τους υψώνονται άλλα». Κάποιοι άλλοι
διαφωνούσαν. Επέμεναν ότι ήταν ρώσοι ή ιουδαίοι. Το θεωρούσαν καθήκον στους δικούς
τους. Έλεγαν ότι κουβαλούσαν μια κοινή μνήμη, μια αλήθεια. Κάποιοι άλλοι αρνούνταν
την κοινή μνήμη, την αποκαλούσαν «νεκρή παράδοση» που «συντηρούσε ένα ψέμα».
Κάποιοι τρίτοι δεν πίστευαν στις ταυτότητες,
ούτε καν εκείνη του ανθρώπου, ούτε καν εκείνη των πραγμάτων. Πίστευαν μόνο στις
«διαλεκτικές αντιθέσεις». Κατ’ αυτούς, η ταυτότητα προέκυπτε από τα υπόλοιπα.
Ήταν η άρνησή τους. Το μαχαίρι ήταν εκείνο που δεν ήταν πηρούνι ή κουτάλι. Οι
ιουδαίοι ήταν οι μονοθεϊστές ευρωπαίοι. «Κάθε ομάδα ιουδαίων έχει τις δικές της
τελετές», έλεγαν. «Και δεν έχουν καμία σχέση με εκείνες του αρχαίου Ισραήλ. Οι
ιουδαίοιτης Ουκρανίας είναι απόγονοι των Χαζάρων».
Οι Χάζαροι ήταν μια μεσαιωνική μονοθεϊστική
αυτοκρατορία. Κυριαρχούσαν στην Κασπία και ύστερα απορροφήθηκαν. «Οι γερμανοί Ιουδαίοι
είναι απλά και μόνο οπισθοδρομικοί προτεστάντες», έλεγαν.
Οι Κόκκινοι αρνούνταν ότι ήταν ρώσοι. Έλεγαν
ότι δεν είχαν πατρίδα. «Είμαστε
διεθνιστές», έλεγαν, «έχουμε πατρίδα όλη την Γη». Κάποιοι άλλοι Κόκκινοι ήταν
πιο ακραίοι, διαφωνούσαν με τους προηγούμενους: «Η πατρίδα Γη είναι η πατρίδα
του διεθνοποιημένου κεφαλαίου», έλεγαν. «Είναι μια εγωιστική ιδέα, ο
πραγματικός διεθνιστής έχει πατρίδα το μέλλον». Κάποιοι τρίτοι Κόκκινοι συμπαθούσαν
τους εθνικιστές: «Ο εθνικισμός αναζητάει έναν κοινό προορισμό», έλεγαν. «Από
πίσω του λανθάνει η τελική ενότητα της κοινωνίας».
Ο Πέτρος τους παρακολουθούσε και τους
κατέδιδε. Ακόμα και εκείνους που συμπαθούσε. Κάποιοι συνελήφθησαν. Κάποιοι άλλοι
εξορίστηκαν. Συγχρόνως σπούδαζε. Πότε εδώ και πότε εκεί. Οι «σπουδές» του
κράτησαν μέχρι το 1905. Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν εντατικές.
7.
Χρυσάφι και όπλα
Η
επανάσταση στη Ρωσία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1917, στα μισά του α΄
παγκοσμίου πολέμου. Την άνοιξη του 1917, οι γερμανοί έκαναν μια συμφωνία με τους μπολσεβίκους: Θα
τους βοηθουσαν να πάρουν την εξουσία και εκείνοι θα έβγαζαν την Ρωσία από τον
πόλεμο. Ο Κάιζερ έστειλε στη Ζυρίχη, ένα θωρακισμένο τραίνο, ήταν γεμάτο
γερμανούς στρατιώτες και χρυσάφι. Παρέλαβε τον Λένιν και άλλους σαράντα μπολσεβίκους.
Τους πέρασε από την Γερμανία, τη Σουηδία, την Φινλανδία και τους κατέβασε στην Πετρούπολη.
Όταν έφτασε
το τρένο στη Ζυρίχη, το νέο μαθεύτηκε. Η πόλη ήταν γεμάτη με ρώσους εμιγκρέδες. Πολλοί από αυτούς ήταν
μπολσεβίκοι. Μαζεύτηκαν χιλιάδες στην προβλήτα του σταθμού. Έβριζαν εκείνους που
έμπαιναν στο τρένο, τους έλεγαν προδότες. Ο Πέτρος ήταν ακόμα στην Οχράνα. Θυμήθηκε
τις συζητήσεις του 1901: Για τον καλό και κακό εθνικισμό, την καλή και κακή
πατρίδα, τον καλό και κακό διεθνισμό.
Πόσοι από τους
παλιούς γνωστούς του ήταν άραγε στο σταθμό; Πόσοι παρακολουθούσαν την επιβίβαση
στο τρένο; Ποτέ τους δεν κατάλαβαν τίποτα, όπως δεν κατάλαβε και ο ορθόδοξος, πανσλαβιστής,
σοφός Ιβάν. Η ουσία της πολιτικής ήταν το χρυσάφι και τα όπλα.
8. Οι θάλαμοι
των βασανιστηρίων -η αλλαγή ομάδας
Την άνοιξη του 1902, ο Πέτρος πήρε
«προαγωγή». Πήγαινε στους θαλάμους των βασανιστηρίων. Κάθε μεγάλη πόλη είχε από
έναν. Ήταν λίγοι οι πράκτορες που είχαν «την τιμή». Ο Ιβάν δεν πήγε ποτέ. Εκεί πέρα, ο Πέτρος έχανε κάθε ταπεινότητα, συχνά
έχανε και τον έλεγχο. Στο πρόσωπο αυτών που βασάνιζε τιμωρούσε τον παλιό του εαυτό.
Εκείνον που έκανε τον εμπρησμό, που κατέστρεψε μια οικογένεια.
Οι επαναστάτες ήταν παλιάνθρωποι. Όσο ήταν ο
ίδιος στα δεκαπέντε του. Οι πράξεις τους έκαναν πάντα κακό στους αθώους: Στα παιδιά
και στις γυναίκες. Οι ιστορίες τους το επιβεβαίωναν. Στα βασανιστήρια φορούσε
κουκούλα. Ήταν η συμβουλή ενός παλιού: «Δεν πρέπει να ξέρει κανείς το πρόσωπό
σου».
Το καλοκαίρι του 1902, του άλλαξαν ομάδα.
Ήταν μια δεύτερη προαγωγή. Πήγε στην ομάδα του Ιβάν. Εκεί είχαν αρχηγό μια
ευγενή. Την έλεγαν Νάντια. Ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερή του. Ήταν πανέμορφη. Εκείνη τον αντιπάθησε. Θεωρούσε
την ντροπαλοσύνη του υποκριτική. Είχε δίκιο. Την θυμοσοφία του, έλλειψη
φαντασίας. Είχε άδικο. Στις συναντήσεις
της ομάδας, ο Πέτρος παπαγάλιζε όσα άκουγε από τους φοιτητές. Εκείνη του
απαντούσε στα γαλλικά και στα λατινικά. Ήθελε να του δείξει ότι ήταν αμόρφωτος.
Συνεχίζεται …
Άγγελος Χ. Μπατουδάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου